Οπωσδήποτε ήταν περισσότεροι από πεντακόσιοι, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις έφτασαν τους 650 και ίσως κάποια στιγμή ήταν ακόμα περισσότεροι, ενώ ήδη αρκετοί είχαν οδηγηθεί στην Ιταλία, σε χερσαίο φασιστικό στρατόπεδο του Μουσολίνι. Τόσους «φιλοξενούσε», το καλοκαίρι του 1943, το στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων αντιστασιακών που έφτιαξαν οι Ιταλοί κατακτητές στη μικροσκοπική κουκίδα γης Λαζαρέτο, περίπου 2,5 ναυτικά μίλια από την πόλη της Κέρκυρας, στο Ιόνιο Πέλαγος.
Με συνεχείς μεταγωγές προς και από τον βράχο, από εβδομάδα σε εβδομάδα ο αριθμός τους αυξανόταν ή μειωνόταν. Ούτε ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός (ΔΕΣ), που από νωρίς εκδήλωσε το ενδιαφέρον του και συνέδραμε εκατοντάδες κρατούμενους, δεν μπόρεσε να διασώσει πλήρη κατάλογο με τον αριθμό των βασανισμένων από τον ιταλικό φασισμό στο Λαζαρέτο.
Εκεί, ανάμεσα σε πέτρινους τοίχους του παμπάλαιου Λοιμοκαθαρτηρίου της Κέρκυρας, η σκεπή του οποίου είχε από καιρό καταρρεύσει, στοίβαξε η ιταλική κατοχική δύναμη του Μουσολίνι αντιστεκόμενους στη φασιστική επέλαση Κερκυραίους και άλλους Επτανήσιους, μαζί με ακόμα περισσότερους Ηπειρώτες και άλλους αντιφασίστες πατριώτες που κατάγονταν από κάθε περιοχή της κατεχόμενης χώρας και ήταν προ πολλού φυλακισμένοι στο Ναύπλιο, στο κάστρο της Ακροναυπλίας, ως μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) ή συμπορευόμενοι μαζί του. Ενώ υπερίσχυαν ανάμεσά τους όσοι υποστήριζαν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), ήταν αντιστασιακοί διαφόρων πολιτικών πεποιθήσεων .
Ήταν ακόμη και ανήλικοι, που ήταν μέλη της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ) του ΕΑΜ. Ήταν επίσης ολόκληρα γυναικόπαιδα από διάφορες περιοχές της Ηπείρου, με την κατηγορία ότι οι οικογένειές τους υποστήριζαν με εφόδια τη δράση του στρατού του ΕΑΜ, του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ).
Οι συνθήκες της διαβίωσής τους στα 72 στρέμματα γης της νησίδας ήταν άθλιες.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε υποστήριζαν το κυρίαρχο και στην Κέρκυρα ΕΑΜ είτε όχι, όλοι τους είχαν «σηκώσει κεφάλι» απέναντι στον κατακτητή, υπονομεύοντας την κυριαρχία του. Ήταν μαζί τους και κάποιοι που επτά χρόνια νωρίτερα είχαν πλαισιώσει άδολα στην Κέρκυρα τη φασιστική Οργάνωση Νεολαίας ΕΟΝ της δικτατορίας Μεταξά και τότε, λόγω της εναντίωσής τους στους Ιταλούς, βρέθηκαν στο φασιστικό στρατόπεδο μαζί με Κερκυραίους που εκείνη είχε συλλάβει.
Η αρχή έγινε τον Φλεβάρη του 1943
Οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν το Λαζαρέτο ως τόπο φυλάκισης και εξορίας, για πρώτη φορά, τις 19 Φλεβάρη 1943, σύμφωνα με τον Μάχο Ρούση (πρώτος από αριστερά στην εισαγωγική φωτογραφική σύνθεση), Κερκυραίο αγωνιστή, το όνομα του οποίου έχει δοθεί σε πλατεία της πόλης της Κέρκυρας για τους αγώνες και την ευρύτερη κοινωνική και πολιτιστική συμβολή του στον τόπο του. Μικρός αριθμός αιχμαλώτων, μελών του ΕΑΜ Κέρκυρας που είχαν συλληφθεί, εκτοπίστηκε εκεί, τότε, ενώ οι Ιταλοί ξεκινούσαν εργασίες και «δοκιμές» για τη λειτουργία του στρατοπέδου.
Κάποια στιγμή τέσσερις μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1943, είχαν συγκεντρώσει σ' αυτή τη μικρή κουκίδα γης, σ' αυτόν τον έρημο βράχο του Ιονίου, 503 κρατούμενους.
Περίπου 90 ήταν Κερκυραίοι, 15 από άλλα νησιά της Επτανήσου και οι υπόλοιποι από την Ήπειρο και άλλες περιοχές της χώρας. Στις 28 Ιουνίου το πλήθος των κρατουμένων συμπεριλάμβανε και 197 καινούργιους κρατούμενους, πρώην έγκλειστους στην Ακροναυπλία, φερμένους με καράβι από την ακτή της Βόνιτσας, συνοδεία πολεμικών πλοίων και αεροπλάνων.
Σε «πλήρη λειτουργία» το στρατόπεδο είχε τεθεί, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, από τα τέλη της άνοιξης του 1943.
Κάθε τόσο, βάρκες μετέφεραν στη νησίδα από το λιμάνι της Κέρκυρας λίγους ή περισσότερους αντιστασιακούς Κερκυραίους και άλλους Επτανήσιους, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ενταχθεί σε κάποια οργάνωση εναντίωσης στον κατακτητή και θεωρούνταν ύποπτοι για «παθητική αντίσταση» στην επιχειρούμενη βάναυση «ιταλοποίηση» των νησιών τους. Μερικοί απελευθερώνονταν κιόλας, ως λιγότερο «επικίνδυνοι», μετά από «προειδοποιήσεις» ότι έμπαιναν σε «καθεστώς επιτήρησης» στον τόπο της κατοικίας τους. Ενώ οι φυλακές της πόλης της Κέρκυρας ήταν γεμάτες από μέλη ή στελέχη του ΕΑΜ Κέρκυρας και άλλους πατριώτες που φυλακίζονταν «για ψύλλου πήδημα», δεν χώραγε πια ούτε το Λαζαρέτο άλλους κρατούμενους. Σ' ένα άλλο νησί του νομού Κέρκυρας, στους Παξούς, είχαν εκτοπιστεί σχεδόν 200 άλλοι Επτανήσιοι, Κερκυραίοι κυρίως, αλλά και Κεφαλονίτες, Θιακοί και Λευκαδίτες, μεταξύ των οποίων και κάποιοι λίγοι οργανωμένοι από καιρό στο ΕΑΜ.
Όπως το προσδιόρισε ο Ζακύνθιος κρατούμενος Αλέκος Τσουρουνάκης (δεύτερος από αριστερά στην πρώτη σειρά), ο οποίος επίσης άφησε πολύτιμα στοιχεία για όσα συνέβησαν τότε στον μαρτυρικό βράχο, «το Λαζαρέτο ήτανε στρατόπεδο συγκέντρωσης του μουσολινικού φασισμού στα Επτάνησα». Ουκ ολίγοι αγωνιστές οδηγήθηκαν σ' αυτό «από την ιταλική Καραμπινιερία Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Ιθάκης, Λευκάδας». Ανάμεσά τους, τα μέσα Ιουνίου 1943, ήταν «μαθητές σχολείων της Κεφαλονιάς».
Απάνθρωπες συνθήκες
Πώς περνούσαν το έχει πει με μεστά λόγια ο κορυφαίος Κερκυραίος δημοσιογράφος της εποχής, Κώστας Δαφνής: «Οι συνθήκες διαβιώσεως από πλευράς υδρεύσεως, αποχετεύσεως και καθαριότητας ήταν απάνθρωπες».
Υπήρχε, πρόσθεσε, «ένα μοναδικό συσσίτιο την ημέρα με πουλέντα ή ζυμαρικά». Επίσης, «τα παράπονα των κρατουμένων γίνονταν δεκτά με ξύλο».
Ο Κεφαλονίτης κρατούμενος Γεράσιμος Αντωνάτος (δεύτερος από δεξιά στην τρίτη σειρά), αναφέρθηκε πιο αναλυτικά, στις συνθήκες που επικρατούσαν στον τομέα της υγιεινής, όταν έφτασε στη νησίδα με τους πρώην Ακροναυπλιώτες, στις 28 Ιουνίου: «Το πρώτο που είχαμε ανάγκη ήταν τα αποχωρητήρια. Υπήρχε ένα μόνο για όλες τις δουλειές και για τόσους ανθρώπους. Έμπαινες στη σειρά το πρωί και ξεμπέρδευες το βράδυ. Μπορεί να καταλάβει κανένας το μαρτύριό μας... Ζητήσαμε αμέσως (σ.σ. οι κρατούμενοι προηγουμένως στην Ακροναυπλία και σε άλλα στρατόπεδα) τσιμέντο και άμμο από τους Ιταλούς, μας φέραν την άλλη μέρα. Έτσι φτιάξαμε δέκα αποχωρητήρια, πέντε και πέντε (...) Εμείς όπου πηγαίναμε φτιάχναμε μαγειρεία, φούρνους, αποχωρητήρια, στέρνες για νερά και άλλα πράγματα απαραίτητα για να ζήσουμε (...) Μετά μας φέραν τούβλα και ό,τι άλλο ζητήσαμε και φτιάξαμε φούρνο. Αυτές οι δουλειές ήταν πάντα κάτω από τη διεύθυνση του (οικοδόμου) Μήτσου Καραμπίνη, από το Βόλο, ενός πολύ έξυπνου, δραστήριου, πρόθυμου για όλα και γελαστού αγωνιστή».
Χρειάστηκε «εντατική προσωπική εργασία των κρατουμένων για να καταστή η διαβίωσι κάπως ανθρωπινή», έγραψε επίσης ο Κ. Δαφνής. Η βία και οι αυθαίρετες συλλήψεις βασίλευαν στην πόλη και στα χωριά της Κέρκυρας, τόσο ώστε κάθε τόσο, «με κατηγορίες ή χωρίς κατηγορίες» και για λίγο ή για πολύ, Κερκυραίοι κάθε ηλικίας «εγκλωβίζονταν στο στρατόπεδο».
Στο Λαζαρέτο είχε βρεθεί ο αδελφός του, μετέπειτα συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου και πολιτευτής του Ν. Πλαστήρα, δικηγόρος, δημοσιογράφος και ιστορικός συγγραφέας Γρηγόρης Δαφνής (πρώτος από δεξιά στην πρώτη σειρά), που τελικά μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο στην Ιταλία μαζί με αρκετούς συγκρατουμένους του, μεταξύ των οποίων και ο Ρούσης.
Στην Ιταλία οδηγήθηκε τότε μαζί τους και ο κρατούμενος από το 1938 στις φυλακές της Κέρκυρας και για τέσσερις περίπου εβδομάδες το 1943 εξόριστος στο νησί των Παξών, Βασίλης Νεφελούδης (τρίτος από αριστερά στην τρίτη σειρά), στέλεχος του ΚΚΕ και πρώην βουλευτής, ο οποίος σε μια δίκη του την άνοιξη του 1940, στο Πενταμελές Εφετείο Κέρκυρας, είχε συνήγορο υπεράσπισης τον Γρηγόρη Δαφνή. Όταν τον Απρίλιο του 1941 ο τότε διορισμένος Νομάρχης Κέρκυρας και κατοπινός ηγετικός πολιτικός παράγοντας, Ευάγγελος Αβέρωφ, υπέγραψε Πρωτόκολλο Παράδοσης του νησιού στους Ιταλούς, μαζί με την Κέρκυρα παρέδωσε ατύπως στους εκπροσώπους του Μουσολίνι και τους φυλακισμένους από τον Μεταξά κομμουνιστές, αφήνοντάς τους στο έλεος των φασιστών κατακτητών.
Ο Νεφελούδης διέσωσε τα εξής, μεταξύ άλλων, για τη μεταφορά του από τους Παξούς και τον εγκλεισμό του στο Λαζαρέτο:
«Μαζί με δεκαπέντε συνεξόριστους Κερκυραίους μας μετέφεραν στο ιταλικό στρατόπεδο του Λαζαρέτου. Εκεί, παλαιότερα, ήταν το Λοιμοκαθαρτήριο. Πρόκειται για ένα ακατοίκητο μικρό νησί (κοντά) στο λιμάνι της Κέρκυρας. Το στρατόπεδο ήταν μια πρόχειρη κατασκευή από δύο-τρεις μεγάλες ξύλινες παράγκες. Μέσα σε καθεμιά απ' τις παράγκες είχε κάμποσες σειρές σανιδένια κρεβάτια τριπλά, τοποθετημένα δηλαδή το ένα πάνω από το άλλο. Αυτή η διάταξη των κρεβατιών, σε σειρές, μ' ένα στενό διάδρομο η μία από την άλλη και το τριπλό επίπεδο του κάθε κρεβατιού, εξασφάλιζε στις παράγκες μια μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού. Έτσι σ' ένα χώρο, που κάτω από ομαλές συνθήκες θα μπορούσαν να κατοικήσουν είκοσι άνθρωποι, οι ιταλοί είχαν στοιβάξει ενενήντα με εκατό κρατούμενους... Η κατασκευή και άλλων παραγκών έδειχνε πως και άλλοι εξόριστοι προορίζονταν για το Λαζαρέτο...».
Αξίζει να σταθούμε και σε μια παρόμοια περιγραφή με επιπλέον πληροφορίες, δοσμένη από τον Επτανήσιο αγωνιστή Γεράσιμο Αντωνάτο: «Σ' όλη τη διαδρομή με το καράβι από Βόνιτσα - Κέρκυρα τραβούσαμε (σ.σ. οι προερχόμενοι αρχικά από την Ακροναυπλία) παραλία-παραλία και τραγουδούσαμε. Μας συνόδευαν δύο πολεμικά (σκάφη) και δύο αεροπλάνα. Όταν φθάσαμε στην Κέρκυρα στο λιμάνι μάς περίμενε ένα μεγάλο καΐκι που μας πήρε μέσα και τους διακόσιους (σ.σ. 197 σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, υπάρχει και εκδοχή ότι ήταν 198). Ήταν η πρώτη φορά που είδα την Ιονική σημαία, κίτρινη με το λιοντάρι της Βενετίας στη μέση (...) Οι Ιταλοί κατάργησαν κάθε τι που θύμιζε Ελληνικό κράτος (...) Όμως οι Επτανήσιοι πάλαιψαν ηρωικά ενάντια στην ιταλική φασιστική κατοχή και μετά στη γερμανική. Και ανέτρεψαν τα σχέδια των καταχτητών (...) Το Λαζαρέτο είναι ένα νησάκι στην Ανατολική παραλία της Κέρκυρας. Απάνω στην κορφή του νησιού ήταν το στρατόπεδο. Ήταν μια τετράγωνη μάντρα με διάφορους θαλάμους στις δύο απέναντι πλευρές, με χωριστά προαύλια. Από τα τόσα χρόνια που πέρασαν πάνω σ' αυτό το λοιμοκαθαρτήριο, δεν είχαν μείνει παρά μόνο οι τοίχοι. Οι Ιταλοί τους σκέπασαν πάνω με σανίδες και πισσόχαρτα και βάλαν μέσα διπλά και τριπλά πατάρια για να κοιμόμαστε. Στη μέση είχαν ένα μεγάλο προαύλιο που στο κέντρο του βρισκόταν μια μεγάλη δεξαμενή που γέμιζε με νερό και που έφερνε μια ιταλική υδροφόρα από την Κέρκυρα. Λίγο πιο πέρα από το δικό μας στρατόπεδο είχε ένα άλλο με καμιά διακοσαριά άλλους ιταλοκρατούμενους (Επτανήσιους) ομήρους. Επικεφαλής τους ήταν ένας πολύ καλός αγωνιστής, ο Πελεβόντης (...) Οι πιο πολλοί ήταν Κερκυραίοι. Ήταν και μερικοί Ζακυνθινοί και Λευκαδίτες και λίγοι Κεφαλονίτες: ο (οι) Γεράσ. Λαδικός, Αλέκος Τσουρουνάκης, Γερ. Κουνάδης, Γερ. Μουσούρης, Χριστόφ. Σπηλιώτης, Γερ. Γοργορίνης, Νικ. Μαράτος, Γερ. Γεωργόπουλος και Νικ. Μπαζίγος».
Ο φασιστικός χαιρετισμός και η πρώτη νίκη
Στρατοπεδάρχης, σε πρώτη φάση και μέχρι τα τέλη Ιουνίου, ήταν ένας Σικελός φασίστας ενωμοτάρχης, με το επίθετο Σκάμπολι.
Οι κρατούμενοι της πρώτης μαζικής «φουρνιάς» αιχμαλώτων, αν και δεν επιτεύχθηκε εξαρχής μια ενιαία στάση τους, τελικά δεν ενέδωσαν στην απαίτησή του να ανταποδίδουν τον γνωστό φασιστικό χαιρετισμό. Δεν υπέκυψαν. Άφησε μία ενδιαφέρουσα μαρτυρία γι' αυτό το ζήτημα ο Νεφελούδης.
Έγραψε για τον Σκάμπολι και τον μουσολινικό χαιρετισμό: «Είχε τη φήμη φανατικού και σκληρού φασίστα. Μας έβαλαν (σ.σ. 16 κρατούμενους που είχαν φτάσει εκεί από τους Παξούς εκείνη την άνοιξη) να σταθούμε όρθιοι, γύρω από το γραφείο του Σκάμπολι, και αυτός, στρογγυλοκαθισμένος και αγέρωχος, σαν γελοιογραφία ρωμαίου συγκλητικού, μας έβγαλε λόγο (...) Την άλλη μέρα, το απόγευμα, μας κάλεσε και τους δεκάξι, πάλι, στο γραφείο του, ο Σκαμπολίνι. Είχε κάνει, όπως μας είπε, μια "σοβαρή παράλειψη". Ξέχασε να μας πει πως μέσα στο στρατόπεδο, κατά διαταγή του "κομάντο πιάτσα", είμαστε υποχρεωμένοι να χαιρετάμε ρωμαϊστί (...) Ήτανε ο φασιστικός χαιρετισμός. Το δεξί χέρι σηκωμένο μπροστά και η προσφώνηση "βίβα ντούτσε". Στους κρατούμενους, όπως και στους επτανήσιους πολίτες, έκαναν σκόντο. Ζητούσαν μόνο το σήκωμα του χεριού, χωρίς την προσφώνηση (...) Ένας ηλικιωμένος εβραίος συγκρατούμενος μετάφραζε αυτά που έλεγε ο Σκάμπολι (...) Μόλις όμως άρχισε να του λέει πως εμείς είμαστε αντιφασίστες, ο στρατοπεδάρχης άλλαξε χρώματα. Έγινε κόκκινος σαν παπαρούνα, ύστερα άσπρισε, έχασε όλο το αίμα από το πρόσωπό του κι άρχισε να φωνάζει (...). Στο τέλος έβγαλε το τσόκαρο που φορούσε και ρίχτηκε στον εβραίο διερμηνέα (...) Καραμπινιέροι τον συγκράτησαν (...) Όταν έφτασα στην πόρτα είπα "αριβεντέρτσι" και βγήκα. Ο Σκάμπολι έβαλε τις φωνές. Με γύρισε πίσω. Και άρχισε να με απειλεί, με το τσόκαρο, γιατί δεν τον χαιρέτισα "ρωμαϊστί". Του είπα πως ό,τι και να κάνει, δεν θα μπορέσει να με υποχρεώσει να κάνω κάτι αντίθετο με τις ιδέες μου και με τη συνείδησή μου (...) Ένας από τους δεκαπέντε σήκωσε το χέρι και τον μιμήθηκαν όλοι οι άλλοι. Πρέπει να πω, εδώ, πως κανένας από τους δεκαπέντε συγκρατούμενους δεν ήταν κομμουνιστής. Ήταν αστοί, αντιφασίστες, από τους πρόκριτους της Κέρκυρας. Θεώρησαν πως το καλύτερο που είχαν να κάνουν, εκείνη τη στιγμή, ήταν να σηκώσουν το χέρι και να φύγουν».
Με εντολή του Σκάμπολι, ο Νεφελούδης κλείστηκε στο πειθαρχείο. «Ήταν μια μισο-υπόγεια καλύβα, που κάποτε τη χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες σαν καταφύγιο για να φυλαχτούν από ξαφνική βροχή και σαν πρόχειρη αποθήκη για τα σύνεργά τους (...) Ούτε να πλαγιάσεις ήταν βολικό, ούτε να κάτσεις κάπου με κάποια άνεση (...)».
Η συνέχεια, όταν αφέθηκε από το πειθαρχείο την επομένη, ήταν πιο ενδιαφέρουσα: «Βρίσκω το θάλαμο αναστατωμένο. Τα παιδιά που ήταν οργανωμένα ή που συμπαθούσαν τις οργανώσεις της αριστεράς, τα είχαν βάλει με τους δεκαπέντε (...) Ένας-δυο από τους δεκαπέντε υποστήριζαν ανοιχτά πως η επιμονή μου στο ζήτημα του φασιστικού χαιρετισμού ήταν λάθος. Το θεωρούσαν ασήμαντο και ήταν της γνώμης ότι σε κάτι τέτοια έπρεπε να υποχωρούμε για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Τα δικά μας παιδιά, που ήταν καμιά δεκαριά, επέμεναν στην άποψή τους (...) Ήθελε να μας μιλήσει (πάλι) ο στρατοπεδάρχης. Ο Σκάμπολι ήταν σύντομος. "Σας κάλεσα για να σας πω για το ρωμαϊκό χαιρετισμό (...) Όταν με βλέπετε στους χώρους σας, στο θάλαμο ή στο προαύλιό σας, μη με χαιρετάτε. Μόνο όταν ερχόσαστε στο γραφείο μου χαιρετήστε ρωμαϊστί, για να μη με εκθέσετε (...)" Παρόλο ότι ήμασταν στο χώρο της διοίκησης, μπροστά στο γραφείο του στρατοπεδάρχη, ούτε ένας δε σήκωσε το χέρι σε ρωμαϊκό χαιρετισμό. Κάναμε και εμείς κανονική μεταβολή και φύγαμε για το δικό μας προαύλιο. Ήταν η πρώτη μας νίκη στο Λαζαρέτο. Τα παιδιά ήταν πολύ χαρούμενα, όπως και όλοι οι άλλοι, που, φυσικά, δεν ήταν εκδηλωτικοί σαν τα παιδιά».
Το φαγητό και η αλληλεγγύη
Στην πρώτη φάση μαζικών εγκλεισμών στο Λαζαρέτο, διέσωσε ο ίδιος κρατούμενος, «στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι κρατούμενοι ήταν Κερκυραίοι και μάλιστα οι περισσότεροι ήταν εύποροι (...) Από τα σπίτια τους με μια βάρκα που είχαν ναυλώσει, τους έστελναν (συγγενείς τους) κάθε μέρα, το φαΐ τους. Οι πιο εύποροι παράγγελναν στους δικούς τους να στέλνουν διπλή μερίδα, και ο καθένας απ' αυτούς ανέλαβε τη διατροφή κάποιου απόρου. Μια άτυπη επιτροπή αλληλεγγύης φρόντιζε να μη μείνει ούτε ένας νηστικός».
Μαζί με αγρότες, υπαλλήλους και εργάτες κρατούμενους από την Κέρκυρα, επίσης θυμόταν ο Νεφελούδης, τον Ιούνιο του 1943 υπήρχαν εκεί συμπατριώτες τους δικηγόροι, αξιωματικοί, έμποροι, επαγγελματίες, ένας εργοστασιάρχης, ένας φαρμακοποιός κι ένας γεωπόνος. Ο ένας βοηθούσε τον άλλο. Η αλληλεγγύη μεταξύ τους ήταν έντονη και σταθερή.
Προωθώντας την «ιταλοποίηση» της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Κέρκυρας, συχνά οι Ιταλοί στρέφονταν, ως γνωστόν, εναντίον και ορισμένων παραγόντων της Κέρκυρας, με στόχο την πλήρη υποταγή της διασπασμένης σε διάφορες ομάδες τοπικής άρχουσας τάξης, καθώς ένα τμήμα της ήδη συνεργαζόταν ευθέως μαζί τους. Ήδη την άνοιξη του 1942 είχαν συλλάβει και μεταφέρει σε στρατόπεδο στην Ιταλία, σύμφωνα με τον Κ. Δαφνή, 56 Κερκυραίους μόνιμους αξιωματικούς.
Παράλληλα, δεν εξασφάλιζαν στους κρατούμενους ούτε στοιχειωδώς ικανοποιητική διατροφή.
«Ας πούμε», έγραψε ο Νεφελούδης, «τι μας έδιναν οι ιταλοί στο στρατόπεδο του Λαζαρέτου. Το πρωί τίποτα. Το μεσημέρι ένα κατασκεύασμα, που το έλεγαν "μινέστρα". Ήταν, στην πραγματικότητα, μια σούπα νερόβραστη, σχεδόν χωρίς καθόλου λάδι και με πέντε-δέκα όλο όλο σπυριά μανέστρα σε κάθε πιάτο. Το βραδινό ήταν "πουλέντα", δηλαδή κουρκούτι από καλαμποκάλευρο, με λίγες σταγόνες λάδι. Το ψωμί ήταν τριάντα γραμμάρια την ημέρα. Με το συσσίτιο αυτό δεν ήταν δυνατόν να σταθεί κανένας στα πόδια του».

Ευτυχώς, λίγο μετά μπόρεσαν και στάθηκαν στο πλευρό των προερχόμενων από την Ακροναυπλία και των Ηπειρωτών κρατουμένων που έτσι κι αλλιώς είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη, ο ΔΕΣ και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός (ΕΕΣ), καθώς και άλλες οργανώσεις αρωγής, με αποστολές ειδών διατροφής και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης, καθώς και φαρμάκων. Η συμβολή τους στη διάσωση των κρατουμένων ήταν μεγάλη. Οι Ιταλοί -που ανάμεσα στους κρατούμενους έβαζαν δήθεν αντιστασιακούς πληροφοριοδότες τους- είχαν εμποδίσει κλιμάκιο του ΔΕΣ και του ΕΕΣ να ενισχύσει τους Επτανήσιους κρατούμενους με τρόφιμα και άλλα εφόδια, με το αιτιολογικό ότι δήθεν είχαν γίνει πια... «Ιταλοί υπήκοοι» και κάλυπτε η ίδια η Ιταλία τις ανάγκες τους πλήρως!
Ο κρατούμενος Αντώνης Φλούντζης διέσωσε ένα «Πρακτικό παραλαβής τροφίμων στο Λαζαρέτο», σταλμένων από τον ΔΕΣ προς τους προερχόμενους από την Ακροναυπλία αγωνιστές, ενδεχομένως και προς τους Ηπειρώτες, με ημερομηνία 28 Ιουνίου 1943. Επίσης, διέσωσε ευχαριστήριο της ίδιας μέρας προς τον ΔΕΣ. Την παραλαβή υπέγραφε ο συναγωνιστής του Απόστολος Γκρόζος (δεύτερος από δεξιά στην πρώτη σειρά), συνδικαλιστής εργάτης από την Καβάλα που είχε ηγετικό ρόλο στην Ομάδα Συμβίωσης των Ακροναυπλιωτών και ο οποίος μετά το Λαζαρέτο έμεινε μέχρι τον Μάη του 1944 στην πόλη και σε χωριά της Κέρκυρα, συμμετέχοντας στις πρώτες γραμμές του αντιστασιακού αντιναζιστικού αγώνα του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στο νησί, που είχαν λαβωθεί βαριά από συλλήψεις στελεχών τους από τους Ιταλούς και ήδη ανασυντάσσονταν. Είναι το ίδιο πρόσωπο που μετά από χρόνια εκλέχτηκε επίτιμος Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.
Έλεγε το ευχαριστήριο: «Οι κρατούμενοι παρά τω στρατοπέδω (Λαζαρέτο) εκφράζουν τας ευχαριστίας των προς τον ΔΕΣ δια την αποστολήν προς αυτούς διαφόρων φαρμακευτικών ειδών και τροφίμων, ήτοι: φασόλια 203 οκάδες και πληγούρι 127 οκάδες».
Μία Αδελφή του ΔΕΣ είχε ακολουθήσει με πνεύμα αυταπάρνησης και αυτοθυσίας εκείνους τους 197 κρατούμενους στα πάθη τους από την Ακροναυπλία ως το Λαζαρέτο, φροντίζοντας να επιβιώσουν. Την έλεγαν Ελένη Καπάρη και τη γνώριζαν όλοι στη νησίδα. Οι κρατούμενοι έτρεφαν αισθήματα ευγνωμοσύνης γι' αυτήν. Παρόλο που οι Ιταλοί δεν δέχονταν εκπροσώπους του ΔΕΣ ή του ΕΕΣ στα στρατόπεδά με τους αιχμαλώτους τους, η Καπάρη είχε εξασφαλίσει ειδική άδεια εισόδου. Διέσωσε και ονομαστική λίστα με τα ονόματα εκείνων των 197 κομμουνιστών και άλλων λαϊκών αγωνιστών, κρατούμενων από τον καιρό της δικτατορίας Μεταξά, οι οποίοι είχαν παραδοθεί από τους πολιτικούς επιγόνους της μεταξικής κλίκας στους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές. «Αυτή ερχόταν και έφερνε τρόφιμα, φάρμακα, τσιγάρα και διάφορα άλλα είδη του ΔΕΣ, του ΕΕΣ, της Ελληνικής Μέριμνας κ.λπ., καθώς και δέματα από τους συγγενείς τους στους κρατούμενους», έγραψε ο Φλούντζης, εξαίροντας τη δράση της.
Στην 114η θέση εκείνης της λίστας με τα ονόματα όλων «των μεταχθέντων από την Ακροναυπλία στα στρατόπεδα της Κατούνας - Βόνιτσας - Λαζαρέτου», συμπεριλαμβανομένων τριών ή τεσσάρων που πέθαναν σ' αυτά τα στρατόπεδα, ήταν γραμμένο το όνομα ενός αγωνιστή που έμελλε εννιά χρόνια μετά, με τη συμβολή και του Πάμπλο Πικάσο, να γίνει παγκοσμίως γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο». Ανάμεσά τους, βλέπετε, ήταν και ο εκτελεσμένος το 1952 λαϊκός ήρωας Νίκος Μπελογιάννης (στο μέσον της πρώτης σειράς). Είχε επιτελικό ρόλο στην Ομάδα Συμβίωσης και την εκτός νόμου πολιτική - κομματική οργάνωση των κομμουνιστών Ακροναυπλιωτών, ως μέλος πενταμελούς καθοδηγητικού Γραφείου της.
Ήταν, επίσης, ο κατοπινός βουλευτής - στέλεχος του ΚΚΕ, Κώστας Βασάλος (στο μέσον της δεύτερης σειράς), ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ριζοσπάστης» του ίδιου κόμματος, Τάκης Φίτσος (πρώτος από δεξιά στη δεύτερη σειρά) που εκτελέστηκε για πολιτικούς λόγους το 1949, ο συγκατηγορούμενος του Μπελογιάννη στις γνωστές δίκες σκοπιμότητας Στέργιος Γραμμένος (πρώτος από αριστερά στην τρίτη σειρά), όπως και ένα άλλο πρόσωπο που έμεινε μαζί με τον Γκρόζο στην Κέρκυρα μετά το Λαζαρέτο και αγωνίστηκε μέσα από τις τάξεις των τοπικών οργανώσεων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ εναντίον των ναζί, φεύγοντας τελικά από το νησί το 1945 χωρίς πόδια: ο Μπάμπης Χατζηγεωργιάδης (δεύτερος από αριστερά στην τρίτη σειρά).
Ο Φίτσος, σύμφωνα με σημείωμα του συγκρατουμένου του Βαγγέλη Ντάβα, συμπεριλαμβανόταν στους δώδεκα τελευταίους αγωνιστές που έφτασαν με βάρκα από το Λαζαρέτο στο λιμάνι της πόλης, εν μέσω βομβαρδισμών, όταν οι εκατοντάδες κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι τον Σεπτέμβρη, με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας.
Γυναικόπαιδα από την Ήπειρο
Δεν δίστασε η δύναμη του Μουσολίνι να κλείσει και γυναικόπαιδα στο Λαζαρέτο.
Να, με τα λόγια του Νεφελούδη, τι συνέβη στα τέλη της άνοιξης του 1943: «Ο πληθυσμός του Λαζαρέτου αυξάνει με μια μεγάλη ομάδα γυναικόπαιδα και γέροντες από τα χωριά της Ηπείρου...». Μαζί βέβαια με πολλούς νεαρούς και μεσήλικες άνδρες.
Ανάμεσά σ' εκείνους ήταν κι ένας Γιαννιώτης αγωνιστής που αργότερα οδηγήθηκε από τους Γερμανούς στο Νταχάου, ο Γιώργος Λεβέντης (πρώτος από αριστερά στη δεύτερη σειρά), ο οποίος τέσσερις δεκαετίες μετά τον εγκλεισμό του στο Λαζαρέτο εκλέχτηκε πρόεδρος του κερκυραϊκού παραρτήματος της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ), καθώς είχε στεριώσει στην Κέρκυρα.
Οι Ιταλοί κατηγορούσαν τους Ηπειρώτες κρατούμενους, ως «συμμοριτοτρόφους». Το αδίκημά τους, νεαρών ανδρών και γυναικών, γέρων και παιδιών, ήταν ότι υποστήριζαν τη δράση του ΕΛΑΣ, ότι «εφοδίαζαν τους αντάρτες με ψωμί κι άλλα τρόφιμα και τους έδιναν πληροφορίες για τις κινήσεις των στρατευμάτων» των κατακτητών. Από εκείνους μαθεύτηκε σιγά-σιγά σε όλο το στρατόπεδο ότι φούντωνε ο ανταρτοπόλεμος, το αντάρτικο του στρατού του ΕΑΜ στα βουνά της Δυτικής Στερεάς και της Ηπείρου.

Μια ανέκδοτη μαρτυρία κρατούμενου στη νησίδα
Σώζεται και μία ανέκδοτη μαρτυρία ενός από εκείνους τους εκατοντάδες κρατούμενους των Ιταλών στη νησίδα, όπως διατυπώθηκε πριν από τρεις δεκαετίες και σώθηκε σε ηχητική καταγραφή.
Πρόκειται για μια συζήτηση σαν συνέντευξη, που είχαν το 1994 στο σπίτι της ηθοποιού και αγωνίστριας της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, Ολυμπίας Παπαδούκα, στην περιοχή του Γκύζη στην Αθήνα, ο τότε πρόεδρος του «Σωματείου Λαζαρέτο» των συγγενών και φίλων των εκτελεσμένων για πολιτικούς λόγους στην νησίδα τα χρόνια 1947-1949, Σπύρος Ανδρεάδης, με τον παλιό αγωνιστή Νίκο Ανδρικίδη. Πενήντα ένα χρόνια πριν από εκείνη τη συνάντηση, το 1943, ο Ανδρικίδης, σε ηλικία 29 ετών, είχε οδηγηθεί με τους άλλους Ακροναυπλιώτες στο Λαζαρέτο. Προηγουμένως, στη Βόνιτσα, οι Ιταλοί τους είχαν κλείσει και κρατήσει για λίγες εβδομάδες, σε συνέχεια πολύμηνου εγκλεισμού τους σε ανάλογο στρατόπεδο έξω από την κωμόπολη Κατούνα του ίδιου νομού. Στην Κατούνα τούς είχαν μεταφέρει από την παλιά φυλακή-κάστρο του Ναυπλίου, ενώ για ένα διάστημα τους είχαν «περάσει» και από ανάλογο στρατόπεδο στην Πύλο. Ένας από εκείνους ήταν.
Ο Ανδρικίδης, πριν ακόμη επιλέξει να αγωνιστεί στο πλάι του ΚΚΕ πιάστηκε στα τέλη του 1936 και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία, από τη δικτατορία Μεταξά, όταν αρνήθηκε να στραφεί εναντίον του ΚΚΕ και άλλων κομμάτων, ενώ ήταν μέλος μιας μαχητικής Δημοκρατικής Νεολαίας οπαδών του λεγόμενου Κέντρου που συμπορευόταν με την Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ) εναντίον της μεταξικής βίας. Είχε γεννηθεί στη Σμύρνη το 1914 και βρέθηκε στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1922, με τη Μικρασιατική καταστροφή. Από 14 ετών, οπότε μπόρεσε να περάσει την 6η τάξη του Δημοτικού, δούλευε κυρίως σε κρεοπωλείο συγγενών του στην περιοχή του Ταύρου.
Παρόλο που το 1994 είχε περάσει πια πάνω από μισός αιώνας και ήταν 80 ετών, ο παλιός αγωνιστής διατηρούσε ακόμα ορισμένες έντονες αναμνήσεις από τον εγκλεισμό του στο Λαζαρέτο και τη φροντίδα που οι «ξένοι» κρατούμενοι έλαβαν από Κερκυραίους.
Ο Ανδρεάδης ρωτούσε και ο Ανδρικίδης απαντούσε, σ' εκείνη τη συζήτηση για το Λαζαρέτο και για άλλα θέματα, η οποία ηχογραφήθηκε. Ο διάλογος διασώθηκε από τον επίσης καλεσμένο στο σπίτι της Παπαδούκα, κατοπινό καθηγητή του Ιονίου Πανεπιστημίου, Διονύση Μοσχόπουλο, ο οποίος εκείνη την περίοδο ολοκλήρωνε την πρώτη μεγάλη ιστορική έρευνα για τις εκτελέσεις κομμουνιστών και ΕΑΜιτών πολιτικών κρατουμένων των φυλακών της Κέρκυρας στη μαρτυρική νησίδα την περίοδο 1947-1949, ενώ δύο χρόνια νωρίτερα είχε αποκαλύψει άγνωστα στοιχεία για το ιστορικό και τις συνθήκες χρησιμοποίησης της νησίδας από τους Βενετούς, ως Λοιμοκαθαρτηρίου της Κέρκυρας, από τον 16ο αιώνα. Παρουσιάζουμε εδώ τα σημεία της συζήτησης Ανδρεάδη-Ανδρικίδη που αφορούσαν το ιταλικό στρατόπεδο αιχμαλώτων του Λαζαρέτου (στη φωτογραφία πιο πάνω, η Παπαδούκα με τον Ανδρικίδη στο σπίτι της):
– Μετά από τη Βόνιτσα (...) στο Λαζαρέτο;
– Εκεί (στο Λαζαρέτο) είχαν έτοιμο οι Ιταλοί το στρατόπεδο, γιατί είχε μέσα Κερκυραίους και Ηπειρώτες. Είχαν από πάνω σκεπάσει τα κτίρια με πισσόχαρτο και γύρω-γύρω ήταν τείχη. Όλοι οι Ακροναυπλιώτες πήγαν σε μια αχτίνα.
– Μπορείς να μας κάνεις μια πιο λεπτομερή περιγραφή;
– Όταν ανέβαινες πάνω είχε πύλη και έμπαινες μέσα, δεξιά και απέναντι και αριστερά είχε ήταν κτίρια που είχαν μόνο τείχη, όχι σκεπή, τουλάχιστον εκεί που μας έβαλαν εμάς είχε ξύλα με πισσόχαρτο, ενώ οι τοίχοι ήταν πέτρινοι. Παλιοί, πέτρινοι.
– Το εκκλησάκι (του Αγίου Δημητρίου) το θυμάσαι;
– Όχι, δεν το θυμάμαι.
– Θυμάσαι ότι υπήρχε ένα πηγάδι και έβγαζαν νερό;
– Το νερό μάς το φέρναν από την Κέρκυρα για πόσιμο. Όλα τα άλλα τα κάναμε με θαλασσινό νερό.
– Θυμάσαι αν απέναντι καθώς πηγαίνατε ήταν οι φούρνοι και τα μαγειρεία;
– Δεν το θυμάμαι και αυτό. Αλλά θυμάμαι το εξής: ότι επειδή δεν υπήρχε νερό μάς βγάζαν κατά 20-30 και πλέναμε τα κουτάλια μας στη θάλασσα και ξαναμπαίναμε μέσα.
Μόλις έπεσε ο Μουσολίνι βγήκε μια επιτροπή και είπε στο διοικητή ότι "εμάς εδώ τι μας κρατάτε; Ο Μουσολίνι έπεσε, αυτά τα νησιά ανήκουν τώρα στη καινούργια κυβέρνηση του ...". Και ο διοικητής είπε "φύγετε. Δεν είσαστε πια κρατούμενοι".
Πώς να φύγουμε όμως; Γιατί μεσολαβεί θάλασσα. Και κανονίσανε το Γραφείο (σ.σ. της πολιτικής - κομματικής παράνομης Οργάνωσης ή Ομάδας Συμβίωσης των Ακροναυπλιωτών) με τους ντόπιους, να τους φέρουνε φαγητό (...) και να τους πούνε ότι είμαστε ελεύθεροι και να φέρουνε μέσα να μας πάρουνε, γιατί δεν διαθέτει ο ιταλικός στρατός μέσα πλωτά μεταφοράς. Είχαν και οι Ιταλοί εκεί καμιά 30 στρατιώτες με το διοικητή τους. Αλλά αυτοί θα φεύγαν με μια μαούνα. Εγώ έκανα και την πονηρή σκέψη, αφού έβγαινα και έπλενα το πιάτο μου κάθε μέρα, έβλεπα απέναντι και δεν ήταν πολύ μεγάλη απόσταση. Σε δυο ώρες θα έφθανα κολυμπώντας. Αλλά πράγματι ήρθαν συγγενείς των Κερκυραίων. Συμφωνήσαμε να μην φύγουμε όλοι απότομα.
Μέσα σε πέντε μέρες φύγαμε όλοι. Στην πρώτη "μπάζα" φύγαν 100, από 30 κάθε μερίδα, κάθε μέρα από λίγοι, σε πέντε μέρες είχαμε τελειώσει.
Εμάς τους ξένους μας παρέλαβε ο Μητροπολίτης, ο οποίος ύστερα από διάβημα δικό μας κανόνισε να μας στείλει σε διάφορες εκκλησίες, στα χωριά της Κέρκυρας.
Εγώ έλαχε να πάω μ' άλλους δέκα στον Άγιο Μαθιό (σ.σ. Άη Μαθιά), που είναι προς νότον της Κέρκυρας, προς τη Λευκίμμη.
Πήγαμε εκεί, μας περιποιήθηκε ο κόσμος.
Ο πόλεμος όμως συνεχιζόταν. Βομβάρδιζαν καθημερινώς (...)
– Εσάς εκεί (στο Λαζαρέτο) ποιος σας συντηρούσε;
– Οι Ιταλοί. Είχαμε όμως και από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό ένα συσσίτιο τη μέρα. Πλιγούρι, δυο δράμια λάδι.
– Οι ντόπιοι Κερκυραίοι δεχόντουσαν επισκέψεις;
– Ναι, τους γονείς τους, τους συγγενείς τους κ.τ.λ.
– Εσείς είχατε καμιά επαφή που είσαστε ξένοι;
– Όχι, δεν είχαμε.
– Θυμάσαι κάποιο άλλο περιστατικό από τη ζωή σας εκεί;
– Βλέπαμε θέατρο. Εγώ ήμουνα και ηθοποιός, έπαιζα το ρόλο του χοντρού. Με μαξιλάρια βόλευα την κατάσταση... Και έκανε εντύπωση στους Ιταλούς, γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν με τα μαξιλάρια που έβαζα ποιος κρατούμενος ήμουνα.
– Το γεγονός ότι κάνατε τέτοιες μικρές εκδηλώσεις σημαίνει ότι βοηθούσαν οι Ιταλοί, το καθεστώς δεν ήταν σκληρό;
– Ναι, στα καλλιτεχνικά βοηθούσαν και εφοδίαζαν με νότες, με κιθάρες, με ένα σωρό άλλα πράγματα. Είχαμε (κρατούμενο) και τον Κουτόνγκο εκεί, το μουσικό.
– Είχατε ορχήστρα εκεί;
– Είχαμε δυο - τρεις κιθάρες, φέρναν και οι Ιταλοί εφόδια. Παίζαμε θέατρο και τραγουδούσαμε.
– Και μαζευόσαστε όλοι εκεί;
– Όλοι οι Ακροναυπλιώτες. Οι Κερκυραίοι ακούγαμε που τραγουδούσαν. Το ένα συγκρότημα ήταν απομονωμένο από το άλλο, ξεχωριστά δηλαδή Κερκυραίοι - Ηπειρώτες και Ακροναυπλιώτες.
– Ήταν απαγορευμένο από τους Ιταλούς; Δεν σας επέτρεπαν την επικοινωνία;
– Είχαμε ξεχωριστό καζάνι ο καθένας. Εμείς είχαμε του Ερυθρού Σταυρού, οι άλλοι δεν είχαν. Εμείς τον φέραμε τον Ερυθρό Σταυρό, τον οποίο κουβαλήσαμε από την Ακροναυπλία. Και στην Καντούνα (Κατούνα) ήρθε.
– Δηλαδή τρία συγκροτήματα μέσα στο ίδιο στρατόπεδο και τα τρία είχαν τη δική τους εσωτερική ζωή και το δικό τους το καζάνι;
– Ένα φαγητό οι Ιταλοί την ημέρα και ένα ο Ερυθρός Σταυρός. Οι Κερκυραίοι είχαν το δικό τους και οι Ηπειρώτες το ιταλικό (φαγητό). Κάθε μέρα μακαρονάδα και την Κυριακή 100 γραμμάρια κρέας κατεψυγμένο και ένα συσσίτιο μόνο και όχι δύο, όπως είχαμε εμείς. Και ένα τέταρτο "μπανιότα", κάτι ψωμάκια ιταλικά, τα κόβαν στα τέσσερα και παίρναμε από ένα. Ισχυριζόντουσαν δε ότι αυτό το συσσίτιο ήταν το μισό συσσίτιο του μαχόμενου Ιταλού. Βέβαια δεν ήταν, αλλά έτσι το βάφτιζαν αυτοί.
– Η συμπεριφορά των Ιταλών δεν ήταν κακή;
– Όχι από την πλευρά αυτή, έτσι ξεμοναχιασμένοι όπως ήταν, είχαν την λαχτάρα για ψυχαγωγία και ερχόντουσαν όλοι εκεί και βλέπανε (τις εκδηλώσεις).
– (...) Οι Ιταλοί στόχευαν πάρα πολύ στο γεγονός ότι ήθελαν να προσαρτήσουν τα Ιόνια νησιά.
– Ναι.
– Κατά συνέπεια υπήρχε από αυτή την άποψη κάποια πίεση απέναντί σας;
– Όχι. Εμάς μας πηγαίνανε μάλλον για δουλειά, γιατί διάλεξαν τους πιο μικρούς.
– Δεν δουλεύατε όμως.
– Όχι, αλλά για δουλειά μάς πήγαιναν. Ένα μικρό τμήμα τους πήραν και τους πήγαν στην Ιταλία με αεροπλάνο (...) Αλλά και ντόπιους είχαμε βρει που τους πήραν οι Ιταλοί με αποστολές, από το Λαζαρέτο, για το Πρίντεζι και τελικά οι ομάδες αυτές απελευθερώθηκαν στο Τάραντα και σχεδόν όλοι από αυτούς πήγαν στη Μέση Ανατολή.
– Λοιπόν, τι άλλο περιστατικό θυμάσαι;
– Θυμάμαι ότι αργότερα (σ.σ. πριν τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας) μας άφηναν και κάναμε μπάνιο στη θάλασσα. Σε περιορισμένο χώρο βέβαια.
– Είχατε καμιά δυσκολία σχετικά με το χαιρετισμό που απαιτούσαν;
– Όχι. Δεν μας υποχρέωσαν σε τίποτα (τέτοιο).
Σύμφωνα με τον Νίκο Ανδρικίδη, πριν ακόμα από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας η στρατιωτική δύναμη του Λαζαρέτου είχε «μαλακώσει» πολύ. Τόσο που ήταν «να τραβάς τα μαλλιά σου» και να αναρωτιέσαι τι συμβαίνει...
Έτσι ήταν, όπως τα είπε ο Ανδρικίδης. Στην πραγματικότητα, στο Λαζαρέτο υπήρχαν τρία στρατόπεδα μέσα σε ένα ευρύτερο στρατόπεδο. Απαγορευόταν κι εμποδιζόταν η επικοινωνία των κρατουμένων του ενός στρατοπέδου με εκείνους άλλου, ώστε να αποφευχθεί η συσπείρωσή τους. Επίσης, οι κρατούμενοι έβρισκαν τη δύναμη και τα μέσα σ' εκείνες τις συνθήκες να οργανώνουν ψυχαγωγικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, οι οποίες, όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω, κορυφώθηκαν λίγο πριν από την απελευθέρωσή τους, για την οποία οργανώθηκε ολόκληρη επιχείρηση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, με έναν χορό κρατουμένων και από τα τρία επιμέρους στρατόπεδα, που έκλεισε με όλους μαζί να ψάλουν τον Εθνικό Ύμνο. Ακόμη, κατάφεραν να λάβουν άδεια να κολυμπούν.
Η άφιξη των Ακροναυπλιωτών στο Λαζαρέτο είχε φέρει σοβαρές αλλαγές στο στρατόπεδο. Έλειψαν και οι ξυλοδαρμοί. Συνέβη και τούτο: Ιταλοί στρατιώτες-φρουροί εκδήλωναν ανοιχτά τα αντιφασιστικά τους αισθήματα. Όσο για την απελευθέρωση των εκατοντάδων κρατουμένων και τη μεταφορά τους στην πόλη της Κέρκυρας μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, βάσταξε μέρες, απαίτησε αγώνα κι έγινε με τη συμβολή μάλιστα του Δεσπότη Κέρκυρας, Μεθόδιου, με αδικαιολόγητη καθυστέρηση ωστόσο, καθώς οι τελευταίοι απελευθερώθηκαν όταν πια η Κέρκυρα βομβαρδιζόταν βάρβαρα από τους ναζί.
Η αλλαγή του διοικητή, το ξύλο και η καταναγκαστική εργασία
Ο μισητός Σκάμπολι «πήρε δρόμο» από το Λαζαρέτο, όταν έφτασαν οι Ακροναυπλιώτες.
Ο διοικητής της δύναμης που τους φρουρούσε στο στρατόπεδο της Κατούνας και τους συνόδευσε ως την κερκυραϊκή νησίδα, ανέλαβε τη διοίκηση όλου του στρατοπέδου. Ήξερε, βέβαια, τι είδους διοίκηση μπορούσε να γίνει ανεκτή από δοκιμασμένους, αγωνιστικά έμπειρους και αποφασισμένους κρατούμενους, όταν μάλιστα ο Σκάμπολι είχε αποτύχει να επιβάλει όλες τις απαιτήσεις του.
«Μας σώσατε κι απ' το ξύλο», είπε ένας παλιότερος κρατούμενος του Λαζαρέτου στον Αντωνάτο. Ο νέος διοικητής, όπως διέσωσε ο Κεφαλονίτης αγωνιστής, τούς είπε: «Εγώ παιδιά θα σας εξυπηρετώ όσο μπορώ. Μόνο αν μου ζητήσουν οι Γερμανοί να πάρουν από σας για εκτέλεση δεν μπορώ να κάνω τίποτε». Στο «ψυγείο» μπήκαν τότε και οι σχεδιασμοί του προηγούμενου διοικητή για καταναγκαστική εργασία των κρατουμένων. Οι παλιοί κρατούμενοι, «βλέποντας την αλλαγή», μετά τη χαλάρωση των μέτρων επιβολής, «κάναν το σταυρό τους», θυμόταν ο Αντωνάτος. «Προτού μας πάνε στο Λαζαρέτο, ο εκεί διοικητής E. Scamboli βασάνιζε με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τους κρατούμενους (...) Παρέλαβε τη γενική διοίκηση ο δικός μας διοικητής. Έτσι λιγοστέψανε τα βάσανα και των άλλων κρατουμένων».
Με τον Σκάμπολι είχε συμβεί και το εξής, έγραψε ο Νεφελούδης: «Όσους υποπτευόταν πολιτικά αδύνατους, τους καλούσε έναν-έναν στο γραφείο του, για να τους υποχρεώσει να χαιρετήσουν φασιστικά και να τους ταπεινώσει με διάφορους τρόπους. Σε δυο-τρεις περιπτώσεις χρησιμοποίησε και το τσόκαρο (...) Ξαφνικά, ένα απόγευμα, μας παράγγειλε με τον υποστρατοπεδάρχη να ισοπεδώσουμε το προαύλιο του στρατοπέδου. Ήταν ένας αρκετά μεγάλος χώρος, πέντε ως έξι στρέμματα, χωρισμένος σε δύο επίπεδα, το ένα τμήμα, το πιο μεγάλο, υπερυψωμένο κατά ένα-ενάμιση μέτρο από το άλλο. Για να γίνει η ισοπέδωση έπρεπε να σκαφτούν με τον κασμά μερικές χιλιάδες κυβικά μέτρα χώμα και να μεταφερθούν στην άλλη άκρη του νησιού. Ήταν μια αγγαρεία ανώφελη και παράλογη, μια απόπειρα εφαρμογής του συστήματος της καταναγκαστικής εργασίας».
Τότε οι απόψεις των κρατουμένων διχάστηκαν. «Κάποιοι Κερκυραίοι πρόκριτοι, όλοι σχεδόν άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, πρότειναν να μην αρνηθούμε, να καταρτίσουμε μιαν όσο μπορεί μεγαλύτερη ομάδα νέων κρατουμένων και να αναλάβουν αυτοί οι νέοι την ισοπέδωση. Οι νέοι και μερικοί από τους μεγάλους, που αποτελούσαμε ένα ποσοστό μεγαλύτερο από το 50% των κρατουμένων, πρότειναν να προβάλουμε ανοιχτή άρνηση για καταναγκαστική εργασία (...) Η υπερβολική σωφροσύνη των γερόντων απέρριπτε την άποψη αυτή και με βάση τη διαφωνία δημιουργήθηκαν προβλήματα στις σχέσεις ανάμεσα στους κρατούμενους, που οξύνθηκαν όταν μερικοί από τους πρόκριτους, την επόμενη μέρα, πήραν τους κασμάδες και τα φτυάρια και καταπιάστηκαν με το έργο της ισοπέδωσης». Αλλά ούτε αυτό κράτησε πολύ. «Με την αλλαγή του στρατοπεδάρχη ξεχάστηκε και η ισοπέδωση του προαύλιου».
Οι προσπάθειες διάσπασης του μετώπου των Επτανησίων κρατουμένων έφταναν στο εξής σημείο: «Συστηματικά, η υπηρεσία του στρατοπέδου φρόντιζε να τοποθετεί στα τραπέζια για το φαγητό τους άπορους με τους άπορους και τους εύπορους με τους εύπορους. Πίστευαν ότι, με τον τρόπο αυτό, τορπίλιζαν την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια των κρατούμενων».
Συρματόπλεγμα στη θάλασσα και κολύμπι με θέα πολυβόλου
Οι κρατούμενοι ζήτησαν από τον νέο διοικητή την άδεια να κολυμπούν. Το κατάφεραν, έστω κάτω από το άγρυπνο βλέμμα οπλισμένων φρουρών και αφού οι Ιταλοί τοποθέτησαν συρματόπλεγμα σ' ένα μικρό κομμάτι θάλασσας. Έτσι πλένονταν και κολυμπούσαν.
«Ήταν καλοκαίρι και του ζητήσαμε να μας επιτρέψει να πηγαίνουμε στη θάλασσα να κάνουμε κανένα μπάνιο», έγραψε ο Αντωνάτος. «Μας επέτρεψε να πηγαίνουμε λίγοι-λίγοι δύο φορές την ημέρα πρωί και βράδυ για να πλενόμαστε επειδή όλη τη μέρα δουλέβαμε (σ.σ. όταν κατασκεύαζαν με πρωτοβουλία τους χώρους υγιεινής και άλλες εφαρμογές για τη διευκόλυνση της διαβίωσής τους). Μέσα στη θάλασσα έβαλαν συρματόπλεγμα που καθόριζε και τα όρια. Έξω από το συρματόπλεγμα περιπολούσε μια βάρκα με φρουρά κι' ένα πολυβόλο».
Η φρουρά γιόρταζε την πτώση του Μουσολίνι
Σίγουρα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αν οι εκατοντάδες κρατούμενοι του Λαζαρέτου δεν υπέφεραν ακόμη περισσότερο σε πιο απάνθρωπες συνθήκες και με πιο έντονη βία, ένα μερτικό μπορεί να το οφείλουν και σε φρουρούς τους, σε δεσμώτες τους, με δημοκρατικά αισθήματα.
Μάλλον μία μόνο μέρα αφότου στην Ιταλία «έπεσε» ο Μουσολίνι και αντικαταστάθηκε από τον Μπαντόλιο, στις 26 Ιουλίου 1943, το χαρμόσυνο μαντάτο έφτασε στο στρατόπεδο. «Την ίδια μέρα», κράτησε στη μνήμη του ο Αντωνάτος, «το Γραφείο της Ομάδας μας έκανε ανακοίνωση πως θα κάνουμε υπόμνημα στη νέα Ιταλική Κυβέρνηση να μας αφήσει ελεύθερους. Το ίδιο θα ζητήσουμε παράλληλα και από το διοικητή. Το απόγευμα μπήκε στο στρατόπεδο ο διοικητής και μας είπε πως θα κάνει αίτηση στο Μπαντόλιο να μας αφήσει. Γιορτάσαμε και μεις την Κυριακή. Φορέσαμε τα καλά μας ρούχα, χορέψαμε (...) Πιάστηκαν (στον χορό) παιδιά που αντιπροσώπευαν όλα τα μέρη της Ελλάδας».
Εκείνο που ξάφνιασε πολλούς ήταν τούτο: «Η φρουρά γιόρταζε το γεγονός με ιταλικά τραγούδια και πυροβολισμούς».
Ήταν, βέβαια, ένα ξέσπασμα αντιφασιστών στρατιωτών.
Η απελευθέρωση και η αγκαλιά του λαού της Κέρκυρας
Περνούσαν ωστόσο οι μέρες, στην Ιταλία κυβερνούσε ο Μπαντόλιο, οι Γερμανοί είχαν κηρύξει τον πόλεμο στην Ιταλία, αλλά αυτοί παρέμεναν κρατούμενοι. Η ιταλική διοίκηση της Κέρκυρας αντιδρούσε στην απελευθέρωσή τους, φοβούμενη «εκδίκηση». Μαζί με αυτήν κωλυσιεργούσαν αξιωματούχοι της Κέρκυρας που κατηγορούνταν εδώ κι εκεί για ανοιχτή ή συγκαλυμμένη «συνεργασία» και «πλάτες» στον κατακτητή, φοβούμενοι με τη σειρά τους πως οι πιο μαχητικοί κρατούμενοι αντιπροσώπευαν «απειλή» για τη διαβλητή κατοχική κερκυραϊκή «τάξη πραγμάτων». Ανταποκρινόμενος σε αίτημα του τοπικού ΕΑΜ, ο ίδιος ο Μητροπολίτης της Κέρκυρας, Μεθόδιος, που δεν έκρυβε τα αντιΕΑΜικά του αισθήματα αλλά δεν διαχώρισε ποτέ του τους κρατουμένους σε αρεστούς και μη, πάσχιζε να πείσει τις τοπικές αρχές, κατοχικές και μη, ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς, γιατί ο λαός θα εξεγειρόταν.
Αφηγήθηκε ο Αντωνάτος: «Βλέπαμε τα καράβια που σήκωναν άγκυρα και φεύγαν. Βάλαμε πιο επίμονα το ζήτημα στο διοικητή, πως πρέπει να μας αφήσει. Δεν πέρασαν πολλές μέρες όπου πιάστηκαν οι Γερμανοί με τους Ιταλούς και που μας έμπαινε πιο επιτακτικά το καθήκον να φύγουμε, γιατί αν δεν φεύγαμε θα μας πετσόκοβαν όλους οι Γερμανοί, όταν θα καταλάβαιναν την Κέρκυρα. Έξω ο κερκυραϊκός λαός με τον δεσπότη Μεθόδιο ζητούσε από τον Ιταλό διοικητή να μας αφήσει λεύτερους (...) Ο λαός της Κέρκυρας, με μπροστάρη το ΚΚΕ, παλεύει για την απελευθέρωσή μας (...) Έτσι, ένα πρωί ήρθαν κάτι καΐκια Κερκυραϊκά και έπαιρναν λίγους-λίγους τους Κερκυραίους κρατούμενους, ώσπου τους πήραν όλους. Εμάς το σκέπτονταν πολύ να μας αφήσουν, όμως σιγά-σιγά άφησαν και μας (...) Ο Ιταλός διοικητής (του στρατοπέδου) μας άφησε ελεύθερους χωρίς εντολή του Μπαντόλιο (...) Ήμουνα από τους τελευταίους που βγήκα, θυμάμαι πως ήταν μπουνάτσα και περνούσαμε από το Λαζαρέτο στο λιμάνι της Κέρκυρας. Η καρδιά μου χαιρόταν που μετά από επτά χρόνια σκλαβιά βρισκόμουν ελεύθερος. Πριν από δυο-τρεις μέρες οι Γερμανοί βομβάρδισαν τα ιταλικά οχυρά με την αεροπορία τους και ό,τι καράβι βρισκόταν στο λιμάνι. Μα και οι Ιταλοί τούς κάναν κακοθάνατους με την πυροβολαρχία τους. Τους ρίξανε κάμποσα αεροπλάνα (...) Θέλοντας και μη, έκανα τη σκέψη πως αν ερχότανε κανένα γερμανικό αεροπλάνο, έτσι όπως είμαστε μεσοκάναλα, θα μας πήγαινε στον πάτο. Όμως τέτοιο κακό δεν μας βρήκε (...) Οι Γερμανοί βομβάρδισαν την πόλη της Κέρκυρας με εμπρηστικές και εκρηκτικές βόμβες και την κατέστρεψαν σε δυο μέρες (...) Στο δρόμο όπου πηγαίναμε να μας τακτοποιήσουν (στην πόλη του νησιού), την ίδια ώρα φτάσαν τα γερμανικά στούκας (...) Μια μπόμπα έπεσε στο δρόμο όπου βρισκόμαστε εγώ και οι άλλοι. Πέσαμε κάτου. Πιάστηκα από έναν κορμό δέντρου. Όταν σηκώθηκα τότε είδα πως ένα σπίτι που πρώτα ήτανε μπροστά μου, τώρα δεν υπήρχε, είχε γίνει στάχτη από τις μπόμπες που ρίχναν τα αεροπλάνα».
Σύμφωνα με τον Ντάβα, βγήκαν όλοι μεταξύ 8-14 Σεπτεμβρίου. «Είχαμε τακτοποιηθεί σε διάφορα σπίτια κατά ομάδες (...) Αυτό βέβαια το κανόνισε η οργάνωση Κέρκυρας», έγραψε, προφανώς εννοώντας την τοπική οργάνωση του ΕΑΜ ή εκείνη του ΚΚΕ που συντονίστηκαν και εξασφάλισαν τη βοήθεια της Μητρόπολης Κέρκυρας.
Στην παραλία τούς «υποδέχονταν άνθρωποι της οργάνωσης, τους παραλάβαιναν και τους οδηγούσαν σε διάφορα σπίτια. Για να μπορούν να κινούνται πιο εύχερα μαζί τους πήραν μόνο από μία κουβέρτα (...) Τα πράγματά τους τα συγκέντρωσαν στο Λαζαρέτο και μια επιτροπή, που με επικεφαλής τον Καραμπίνη ανέλαβε την τακτοποίησή τους, τα μετέφερε στον Ποταμό (σ.σ. χωριό κοντά στην πόλη) και τα έβαλε σε μια αποθήκη». Οι φρουροί τα παράτησαν κι έφυγαν από το Λαζαρέτο «την άλλη μέρα της (ιταλικής) συνθηκολόγησης», δηλαδή στις 9 Σεπτεμβρίου.
Είχε οργανωθεί ολόκληρη επιχείρηση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ Κέρκυρας, ώστε να εξασφαλιστεί η απελευθέρωση και διάσωση όλων, με εντολή και συντονισμό του 15ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Ηπείρου και του Γραφείου Περιοχής Ηπείρου - Κέρκυρας - Λευκάδας του ΚΚΕ, που έδρευε βόρεια του βουνού Μουργκάνα των Ιωαννίνων.
Ο Κώστας Δαφνής διέσωσε ότι την ευθύνη υλοποίησης της επιχείρησης από την πλευρά του ΕΛΑΣ ανέλαβε ο Κερκυραίος αξιωματικός Αλέκος Πρίφτης, κατοπινός στερνός διοικητής του ΕΛΑΣ Κέρκυρας. Προφανώς, ο Πρίφτης μοιράστηκε αυτή την ευθύνη, σύμφωνα με σχετική απόφαση του ΚΚΕ, όπως βεβαιώνει ο Φλούντζης, με το στέλεχος του ΕΛΑΣ Ηπείρου, Λάζαρο Ντάμο.
Τους φιλοξένησε όλους με μια ανοιχτή αγκαλιά, σαν γιους του, ο κερκυραϊκός λαός. «Η συμπάθεια με την οποία περιέβαλε τους απελευθερωθέντας ο κερκυραϊκός λαός ήταν τέτοια, ώστε σε λίγες ώρες οι εκατοντάδες των ξένων είχαν τακτοποιηθή σε φιλόξενα σπίτια», έγραψε ο Κώστας Δαφνής.
Ανάμεσα στους αρχικά 197 (ή 198)πρώην Ακροναυπλιώτες πολυβασανισμένους αντιφασίστες, που είχαν λιγοστέψει στο Λαζαρέτο κατά πέντε καθώς οι Ιταλοί κάποια στιγμή μετέφεραν τον Μπελογιάννη κι άλλους τέσσερις στην Αθήνα είτε για τη Γκεστάπο είτε για νοσοκομεία, υπήρχε κι ένας αγωνιστής που πολλοί Κερκυραίοι ήδη γνώριζαν ή είχαν ακουστά. Το όνομά του βρίσκεται στη 14η θέση της αλφαβητικής λίστας που διέσωσε η Καπάρη, μία θέση κάτω από εκείνη του Ανδρικίδη. Ήταν ο Κερκυραίος τραπεζοϋπάλληλος Βασίλης Άνθης (δεύτερος από δεξιά στη δεύτερη σειρά), ο οποίος αμέσως ρίχτηκε στον αγώνα της Αντίστασης στο νησί και αναδείχθηκε Γραμματέας της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Κέρκυρας του ΚΚΕ.
Μάθαιναν τα νέα της Αντίστασης
Τα πρώτα νέα για τις επιτυχίες του ένοπλου αγώνα εναντίον των κατακτητών είχαν φτάσει στη νησίδα από νωρίς, όπως είχε γράψει ο Νεφελούδης, όταν αποβιβάστηκαν εκεί οι Ηπειρώτες κρατούμενοι. «Γυναίκες, γέροντες και παιδιά μάς μιλούσαν με θαυμασμό και με λατρεία για τον καπετάν Άρη (Βελουχιώτη) και τα κατορθώματά του», έγραψε.
Δεν άργησε να φτάσει στο στρατόπεδο και αντιστασιακός Τύπος.
«Όπως και στα άλλα στρατόπεδα εξασφαλίζαμε την επαφή μας με τις έξω οργανώσεις και τους κατοίκους (...) Μέσα στα τσουβάλια με τα τρόφιμα καθώς και με άλλους τρόπους μπάζαμε και αντιστασιακό τύπο (στο Λαζαρέτο). Έτσι μαθαίναμε τα νέα», ανέφερε για το θέμα αυτό ο Αντωνάτος.
Ένας συγκλονιστικός χορός και οι λίστες των κρατουμένων
Έχοντας σπάσει τα ιταλικά τείχη των ξεχωριστών στρατοπέδων, οι εκατοντάδες κρατούμενοι ενώθηκαν, καθώς διαφαινόταν οριστικό το τέλος στα βάσανά τους, σε έναν συγκλονιστικό χορό. Σ' έναν τρικούβερτο επικό χορό (ήδη αναρτημένο στο διαδίκτυο θέμα με τίτλο «Ένας συγκλονιστικός χορός στο Λαζαρέτο»).
Με χορούς από όλη την Ελλάδα, από κάθε μέρος της. Άστραψε και βρόντηξε το Λαζαρέτο.
Το γεγονός σώθηκε σε αναλυτική περιγραφή του κρατούμενου Γιάννη Μανούσακα (πρώτος από δεξιά στην τρίτη σειρά). Ο ίδιος υπολόγιζε «ως εφτακόσιους» όλους τους κρατούμενους.
Η ανθρωπογεωγραφία του στρατοπέδου ήταν μια μικρογραφία της Ελλάδας. Αν και συνολική λίστα κρατουμένων δεν έχει εντοπιστεί ακόμη σε ιταλικά Αρχεία και η σχετική έρευνα συνεχίζεται, στον μαρτυρικό κερκυραϊκό βράχο βρέθηκαν αντιστασιακοί απ' όλα τα νησιά του Ιονίου κι απ' όλους τους νομούς της Ηπείρου, Αιγαιοπελαγίτες από τη Λέσβο, τη Νάξο, τη Σάμο και τη Θάσο και Κρητικοί, Μακεδόνες από την Ημαθία, τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Κοζάνη, την Καβάλα, τη Φλώρινα, το Κιλκίς, τη Δράμα και την Πιερία, Θρακιώτες και από τη Ροδόπη και από τον Έβρο και από την Ξάνθη, Θεσσαλοί και από τη Μαγνησία και από τη Λάρισα και από τα Τρίκαλα και από την Καρδίτσα, Ρουμελιώτες από τη Φθιώτιδα, τη Φωκίδα και Ευβοιώτες και Αιτωλοακαρνάνες, Πελοποννήσιοι από την Αρκαδία, τη Μεσσηνία, την Κορινθία, τη Λακωνία, την Αχαΐα, την Ηλεία και την Αργολίδα, μαζί με πολλούς βέβαια Αθηναίους και Πειραιώτες. Ο συνολικός αριθμός κρατουμένων και φρουρών σ' αυτή τη νησίδα μπορεί και να έφτασε κάποια στιγμή, σύμφωνα με μία ενδεχομένως υπερβολική εκτίμηση του Μανούσακα, τους χίλιους.
Ο ίδιος αγωνιστής άφησε και τρεις άλλες, ξεχωριστές μαρτυρίες.
Σύμφωνα με την πρώτη, στη φρουρά είχαν βρεθεί αρκετοί Ιταλοί δημοκρατικοί στρατιώτες, αλλά και αξιωματικοί, πλάι σε αδίστακτους φασίστες συναδέλφους τους που έσπερναν τον φόβο και τον τρόμο και ξυλοκοπούσαν με κάθε ευκαιρία όποιον εύρισκαν σε αδυναμία. «Το στρατόπεδο (…) ήταν γεμάτο από φασίστες και χαφιέδες» φρουρούς και εικονικούς κρατούμενους. Ένα πρωί, με την πτώση του Μουσολίνι, του φώναξε ένας αντιφασίστας Ιταλός φαντάρος, ενώ τον κοιτούσαν «κατακίτρινοι» κάποιοι συνάδελφοί του: «Φινίς πόλεμος, καμαράτ! Κάτω ο φασισμός, καμαράτ!».
Η δεύτερη αφορούσε τις πρώτες κυρίως μέρες των Ακροναυπλιωτών στη νησίδα: «Σ' εμάς έδωσαν το δεξιό του προαυλίου, μα έπρεπε να στήσουμε ντουβάρια δίπλα απ' τα παλιά τοιχιά, να βάλουμε σκεπές από πισσόχαρτο κι εκεί να κατοικήσουμε. Βρέθηκε όμως ένας θαλαμάκος σκεπασμένος και σ' αυτόνε βάλαμε τους γέρους και τους άλλους σακατεμένους. Οι άλλοι κοιμόμαστε στην αυλή. Σε λίγες μέρες ετοιμάσαμε τα σπίτια μας (...) Το πισσόχαρτο στα επάνω πατάρια ήταν πιο λίγο από ένα μέτρο πάνω απ' τα κορμιά μας. Θέρμαινε το πετσί μας κι ιδρωκοπούσαμε, ο αέρας γινότανε καυτός, η αναπνοή μας βαριά και δύσκολη (...) Ωστόσο ψυχολογικά είχαμε νικήσει (…) Παίρναμε τα τρόφιμα τη μερίδα του ομήρου, κι η (φιλοΕΑΜική οργάνωση) Εθνική Αλληλεγγύη της Κέρκυρας κάτι μάς συμπλήρωνε από το στέρημα του ευγενικού λαού του νησιού (...) Κάθε μέρα είχαμε καλύτερα νέα από τα μέτωπα που έκαναν την ψυχή μας να γιαίνει τις πληγές που τις είχε ανοίξει ο φασισμός με την άνοδο και τις επιτυχίες του, τα πρώτα χρόνια του πολέμου».
Να και η τρίτη, με την οποία εξήγησε πληρέστερα κάποιες πλευρές της απελευθέρωσης και των τελευταίων κρατουμένων: «13 Σεπτέμβρη του 1943. Η ώρα είναι εννιά. Το σκοτάδι τύλιξε τη γη (...). Δύο μικρά βενζινόπλοια (...) Τα πληρώματά τους είναι μέλη του Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου – Για σας σύντροφοι! μας υποδέχονται έναν-έναν καθώς πηδάμε στο πλεούμενο. "Οι αρχόντοι μας δεν θέλανε να σας πάρουμε και πίεζαν τους Ιταλούς να μη δώσουν την άδεια. Περίμεναν να καταλάβουν οι Γερμανοί την Κέρκυρα και να σας σφάξουν εδώ στην ερημιά. Το ΕΑΜ έκανε συλλαλητήριο, μπήκανε κόσμος κι απ' τα χωριά... Νικήσαμε τους γερμανόφιλους". Νοιώθουμε τη ματιά τους και την ψυχή τους να μας χαϊδολογάει (...)».
«Έπεφταν οι πρώτες γερμανικές βόμβες στο λιμάνι, όταν οι τελευταίοι κρατούμενοι πατούσαν ελεύθεροι την κερκυραϊκή γη τη νύκτα της 13 Σεπτεμβρίου», συνομολόγησε ο Κ. Δαφνής.
![]() | ![]() |
Διαθέσιμη λίστα με τα ονόματα των εκατοντάδων κρατουμένων στο Λαζαρέτο, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει ή δεν έχει ακόμη εντοπιστεί. Έχει σωθεί μόνο η κατάσταση ονομάτων που κράτησε η Ελένη Καπάρη του ΔΕΣ και είχε δοθεί στον Φλούντζη (φωτογραφία με ονόματα της πρώτης σελίδας πιο πάνω).
Τον Δεκέμβρη του 1993, πέντε Κερκυραίοι που μισόν αιώνα πριν ήταν κρατούμενοι των Ιταλών, ο Διονύσης Γιαννάτος, ο Ανδρέας Λίβερης, ο Σπύρος Μαραμπός, ο Γεράσιμος Ροδίτης και ο Γιώργος Τζήλιος (δεύτερος από αριστερά στη δεύτερη σειρά), συνδικαλιστής εργάτης και ηγετική μορφή του Εργατικού Κέντρου Κέρκυρας εκείνα τα χρόνια, απευθύνθηκαν εγγράφως στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό (ΕΕΣ), επιδιώκοντας να συγκεντρώσουν στοιχεία για το σύνολο των κρατουμένων, τότε, στο Λαζαρέτο. Δεν κατάφεραν κάτι. Ο ΕΕΣ τους απάντησε ότι δεν είχε στοιχεία που να πιστοποιούν τον δικό τους εγκλεισμό.
Πιο διαφωτιστική ήταν η έγγραφη απάντηση (φωτογραφία πιο πάνω)που έδωσε ο ΕΕΣ έναν χρόνο μετά, τον Γενάρη του 1994, όταν επεδίωξε το ίδιο πράγμα το «Σωματείο Λαζαρέτο». Σύμφωνα με αυτή, «στα Αρχεία της Δ/νσης Αναζητήσεων (του ΕΕΣ) υπάρχουν μόνο δύο λίστες κρατουμένων στο Σ.Σ. (Στρατόπεδο Συγκέντρωσης) Λαζαρέτο, που λειτούργησε στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια της Ιταλογερμανικής Κατοχής. Στις εν λόγω Λίστες αναγράφονται συνολικά ως κρατούμενοι 233 άτομα, εκ των οποίων 125 άτομα εξ Ηπείρου και οι οποίοι ευρίσκοντο στο ως άνω Σ.Σ. κατά τον Ιούνιο του 1943». Και συμπλήρωνε: «Δυστυχώς βάσει των Διεθνών Συμβάσεων της Γενεύης δεσμευόμαστε να κοινοποιήσουμε τα ονόματα των εν λόγω κρατουμένων».
Προφανώς, οι σχετικές έρευνες προϋποθέτουν περαιτέρω ενέργειες και προς την κατεύθυνση της Ιταλίας ώστε να ευδοκιμήσουν.
![]() | ![]() |
Η επιστροφή του Ν. Ανδρικίδη στην Κέρκυρα
Αν και στο Λαζαρέτο υπέστη κακουχίες επί 75 περίπου μερόνυχτα, ενώ προηγουμένως υπέφερε άλλα 3.460 μερόνυχτα σε διαφορετικά στρατόπεδα και κρατητήρια, ο Νίκος Ανδρικίδης (φωτογραφία του πιο πάνω) ρίχτηκε στον αγώνα κατά των Γερμανών στην Αθήνα, μετά την απελευθέρωσή του από την κερκυραϊκή νησίδα, όταν επέστρεψε στο σπίτι του. Γρήγορα αναδείχθηκε λοχαγός του ΕΛΑΣ και έγινε γνωστός για τη γενναιότητα, τη σεμνότητα και την ευθυκρισία του στον αντιστασιακό αγώνα.
Έμελλε να περάσει χιλιάδες ακόμα μερόνυχτα φυλακισμένος στην Κέρκυρα.
Το 1945 νωρίς, τρεις μήνες περίπου μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, συνελήφθη για την πολύκροτη ίσαμε σήμερα υπόθεση της εκτέλεσης της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη τον αιματηρό Δεκέμβριο του 1944. Την εκτέλεση της Παπαδάκη, που συνάδελφοί της την είχαν κατηγορήσει για συνεργασία με τον εχθρό στη διάρκεια της Κατοχής, την είχαν αποφασίσει, υποτίθεται, το ΚΚΕ και ο ΕΛΑΣ. Οργίαζε τότε η αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Ο Ανδρικίδης όμως συνελήφθη και δικάστηκε ως δολοφόνος των δολοφόνων της Παπαδάκη, η οποία είχε συλληφθεί από πολιτοφύλακες του ΕΛΑΣ με οδηγίες για ανάκρισή της μόνο, όπως είχαν πει, ενώ αυτή βρισκόταν στο σπίτι του μεγάλου ηθοποιού Δημήτρη Μυράτ.
Στη δίκη του Ανδρικίδη, ο Μυράτ, Γραμματέας του νόμιμου πια ΕΑΜ Θεάτρου, εξήρε τον ρόλο του λοχαγού του ΕΛΑΣ και τον υπεράσπισε. Επί χρόνια μάλιστα, όταν ο λοχαγός του ΕΛΑΣ οδηγήθηκε μετά τη δίκη του στις φυλακές της Κέρκυρας για να εκτίσει ποινή ισόβιων δεσμών, ο μεγάλος εκείνος ηθοποιός κάθε τόσο τού έστελνε κάθε είδους βιβλία.
Ο καπετάνιος του Α' Σώματος Στρατού Αθήνας του ΕΛΑΣ, Σπύρος Κωτσάκης, ανώτερο στέλεχος του ΚΚΕ, με εντολή του για την άμεση διαλεύκανση της υπόθεσης ανέθεσε το έργο αυτό στον Ανδρικίδη, παρέχοντάς του όλες τις σχετικές αρμοδιότητες. «Είχαμε να μάθουμε πολλά από την ανάκριση της ηθοποιού», είχε πει κορυφαίο στέλεχος του ΚΚΕ. Όπως το έθεσε ο Μυράτ, δύο μέρες μετά είχαν συλληφθεί από τον ΕΛΑΣ τρεις πολιτοφύλακες που πέρασαν από Έκτακτο Ανταρτοδικείο κι άλλες δύο μέρες μετά εκτελέστηκαν δημοσίως και οι τρεις τους από τμήμα του ΕΛΑΣ στην πλατεία Κολιάτσου, στην Αθήνα, παρόντος και του Ανδρικίδη.
Το ζητούμενο βέβαια στη δίκη, στο πλαίσιο εξελισσόμενης αντικομμουνιστικής υστερίας των αρχών για να συγκαλύψουν τα δικά τους εγκλήματα εις βάρος του λαού, ήταν ο κατηγορούμενος να λυγίσει και να ενοχοποιήσει το ΚΚΕ και τον ΕΛΑΣ ως υποτιθέμενους εντολείς του φόνου της Παπαδάκη, ώστε ο ίδιος «να πέσει στα μαλακά». Δεν τους έκανε το χατίρι.
Η έρευνα του αγωνιστή αποκάλυψε ότι ο επικεφαλής των πολιτοφυλάκων που σκότωσαν την Παπαδάκη είχε δράσει προβοκατόρικα επειδή δούλευε πια για τους Βρετανούς. Επειδή «είχε πάει με τους άλλους», όπως το είπε μάλιστα στενός συγγενής του στο δικαστήριο, πιο διπλωματικά. Έγραψε ο Κωτσάκης: «Ο Ανδρικίδης εντόπισε γρήγορα σαν υπεύθυνους του εγκλήματος τον Ορέστη της Πολιτοφυλακής των Πατησίων και δύο αμέσως συνεργάτες του. Ερεύνησε τη ζωή και τη δράση του και ανακάλυψε κι άλλες πράξεις και ενέργειές του βρώμικες και ύποπτες. Προχωρώντας η ανάκριση, αποκαλύφθηκε ότι ο Ορέστης ήταν πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις στις γραμμές μας».
Ο Ανδρικίδης καταδικάστηκε, τελικά, σε ισόβια δεσμά, ως φονιάς των φονιάδων της Παπαδάκη, αν και πολλοί βεβαίωσαν ότι μόνο παρευρισκόταν στην εκτέλεσή τους. Η υποστήριξή του από τον ίδιο τον Μυράτ στάθηκε σωτήρια για τη ζωή του.
Έτσι επέστρεψε στην Κέρκυρα...
Το 1996, έξι χρόνια πριν φύγει από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών το 2002, έγραψε ένα βιβλίο (βλ. φωτογραφία πιο πάνω), που ήταν ιδιωτική έκδοση και μιλούσε για τα πάθη του, για τη ζωή του, για τους αγώνες του, για 10.000 περίπου μερόνυχτα που πέρασε κρατούμενος, περισσότερο μάλιστα από οπουδήποτε αλλού στην Κέρκυρα, σε φυλακές, στρατόπεδα, κρατητήρια και ξερονήσια, επειδή δεν έσκυβε το κεφάλι στην αδικία. Το βιβλίο επανεκδόθηκε από εκδοτικό οίκο το 1998, με τίτλο πληρέστερο από τον αρχικό, ώστε να λέει όλα όσα λαχταρούσε και το πόσο υπέφερε: «28 χρόνια στα κάτεργα πολιτικός κρατούμενος για ελευθερία, δημοκρατία και σοσιαλισμό».
* Οφείλονται ευχαριστίες, για βοήθεια στη σχετική έρευνα, στα Αρχεία Νομού Κέρκυρας, στη Βιβλιοθήκη του Επιμορφωτικού Κέντρου Χαρίλαος Φλωράκης, σε συγγενείς κρατουμένων που επιθυμούν να διατηρήσουν ανωνυμία, στον πανεπιστημιακό Διον. Μοσχόπουλο και στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Αργοστολιού.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΡΦΙΑΤΗΣ






