Ο Εμφύλιος είχε λήξει ήδη από τις 29 Αυγούστου 1949 με νίκη του κυβερνητικού Στρατού και ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, χιλιάδες στρατιώτες του οποίου – αφού άντεξαν ακόμη και βομβαρδισμούς με αμερικανικές βόμβες ναπάλμ – συντεταγμένα είχαν πάρει από τα βουνά τον δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς σε άλλες χώρες, με ανεκπλήρωτο το όραμα μιας πιο δίκαιης και δημοκρατικής, σοσιαλιστικής ελληνικής κοινωνίας. Το προπολεμικό «κρατούν κοινωνικόν καθεστώς», που είχε δοκιμαστεί όσο ποτέ πριν και για να επικρατήσει είχε ήδη εκτελέσει σε πόλεις και νησιά μακριά από τα πολεμικά μέτωπα αμέτρητους προ πολλού συλληφθέντες αντιπάλους του με σκοπό να καταπνίξει και κάθε άλλη ειρηνική αντίδραση στην οδυνηρή επιβολή του κλονισμένου ελληνικού καπιταλισμού, δεν διέτρεχε πια κανέναν κίνδυνο ανατροπής του. Ωστόσο, ο φόρος αίματος αγωνιστών της ένδοξης ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στην κερκυραϊκή νησίδα Λαζαρέτο, γύρω στα 2,5 ναυτικά μίλια από την πόλη της Κέρκυρας, συνέχισε να ρέει τον Σεπτέμβρη του 1949.
Σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε, τα όπλα στον βράχο αυτό του Ιονίου Πελάγους, όπου ήδη στη διάρκεια του ταξικού Εμφυλίου Πολέμου είχαν εκτελεστεί περισσότερα από 100 τέτοια πρόσωπα, δεν έλεγαν να σιγήσουν.
Αντιθέτως, σε σύγκριση με τους τρεις προηγούμενους μήνες του 1949, οι εκτελέσεις στο Λαζαρέτο «υπονομευτών του καθεστώτος» που κρατούνταν στη φυλακή-κάτεργο της πόλης της Κέρκυρας, επιταχύνθηκαν. Μέσα στον Σεπτέμβρη, ενώ τα όπλα στα βουνά της χώρας είχαν τελείως σιγήσει, εκτελέστηκαν στην κερκυραϊκή νησίδα εννιά αγωνιστές.
Στο εννιάμηνο Γενάρη-Αυγούστου 1949 είχαν γίνει συνολικά 28 εκτελέσεις, από τις οποίες εννιά τον Φλεβάρη και εννιά τον Μάη. Μειώθηκαν σε πέντε τον Ιούνη, τον Ιούλη έγινε μία εκτέλεση και τέσσερις έγιναν τον Αύγουστο, καθώς αυτούς τους μήνες ενισχύονταν στο επίπεδο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) οι καταγγελίες για τις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα και οι πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί επιτέλους τον τερματισμό τους.
Προφανής η εξήγηση, μία και μοναδική, για τη συνέχιση του οργίου των εκτελέσεων κι εκείνον το Σεπτέμβρη: Έπρεπε ο λαός, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, να λάβει το ξεκάθαρο μήνυμα ότι και οι άοπλες αντιδράσεις στην εξελισσόμενη κοινωνική βαρβαρότητα θα μπορούσαν να έχουν, αν αυτό χρειαζόταν, την ίδια «τύχη». Η άρχουσα τάξη παρέμενε ανήσυχη για τη συνέχεια. Επίσης, οι σωτήριοι γι' αυτήν Αμερικανοί και Βρετανοί σύμμαχοί της συνιστούσαν πολιτική «καρότου και μαστιγίου».
Το τελείως σαθρό επιχείρημα ότι έπρεπε να συνεχιστεί η «απόδοση δικαιοσύνης» στους μελλοθάνατους των φυλακών της πόλης και ότι ο εγκλεισμός τους δεν ήταν αρκετός, αφού από τα δικαστήρια της εποχής είχαν καταδικασθεί σε θάνατο ως «φονιάδες» την περίοδο της Κατοχής και των Δεκεμβριανών ή επιπλέον και ως «απάτριδες», είχε καταρρεύσει προ πολλού, ήδη από το 1947, με το που ξεκίνησαν οι εκτελέσεις στο Λαζαρέτο. Ήταν τόσο επικίνδυνοι «φονιάδες» και «απάτριδες», υποτίθεται, όσοι από τα μέσα του 1947 οδηγούνταν από τις φυλακές στη νησίδα για εκτέλεση, που από τότε αρκούσε να υπογράψουν μια δήλωση απάρνησης και καταδίκης των λαϊκών αγώνων του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, έστω την τελευταία στιγμή μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, για να γίνουν μονομιάς κουρελόχαρτα οι δήθεν αμερόληπτες «αποφάσεις της Ελληνικής Δικαιοσύνης»!
Όλοι ήξεραν πια ότι τα περί Δικαιοσύνης ήταν αισχρές προφάσεις εν αμαρτίαις, λόγια κενά ουσίας. Οι «δίκαιες» θανατικές καταδίκες πετιούνταν στον κάλαθο τον αχρήστων, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, με την υπογραφή μιας συγκεκριμένης «δήλωσης μετανοίας»!
Με μια δήλωση αποκήρυξης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ –που αμέσως γινόταν βούκινο στον τοπικό Τύπο και στον Τύπο της Αθήνας και του τόπου καταγωγής του καθένα και διαβαζόταν σε εκκλησίες της περιφέρειάς του ή κυκλοφορούσε ακόμη και ως φέιγ βολάν– οι υπό εκτέλεση μελλοθάνατοι αυτομάτως έσωζαν τη ζωή τους. Κι αυτό συνέβαινε βέβαια, ακριβώς επειδή ο μοναδικός πραγματικός λόγος της καταδίκης τους σε θάνατο ήταν η κοινωνικοπολιτική δράση τους στα πλαίσια του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
Από τον Μάη του 1947 έως τότε, δηλαδή μέχρι εκείνον το Σεπτέμβρη του 1949, για τον λόγο αυτό, από κρατικά πυρά είχαν ποτίσει με το αίμα τους τα χώματα του Λαζαρέτου, σύμφωνα με όσα είναι μέχρι σήμερα γνωστά, τουλάχιστον 102 νεαροί και μεγαλύτεροι άνδρες. Όλοι τους, χωρίς καμίαν εξαίρεση, ακόμη και σε εφηβική ηλικία, στη διάρκεια της τριπλής φασιστικής κατοχής της χώρας δεν είχαν διστάσει να σηκώσουν όπλα του αντιστασιακού ΕΑΜ, να ενταχθούν στον στρατό του ΕΛΑΣ και ευρύτερα μέσα από τις οργανώσεις της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή τους, παλεύοντας εναντίον των Γερμανών, Ιταλών και Βούλγαρων κατακτητών και Ελλήνων προδοτών που υπηρετούσαν τον ξένο κατακτητή.
Ίσως όχι αδίκως και ασεβώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι η άρνηση όλων εκείνων των 102 αγωνιστών να υπογράψουν τη σωτήρια για τη ζωή τους, πλην όμως ταπεινωτική, δήλωση αποκήρυξης και κατ' ουσία άρνησης των δικαίων του ελληνικού λαού, για τα οποία είχαν αγωνιστεί, δεν ήταν άσχετη και με τις ελπίδες που μπορεί να έτρεφαν, ότι ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) θα είχε νικηφόρα έκβαση ή θα τιθάσευε τους κρατούντες. Γι' αυτές τις ελπίδες, που είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι τόνωναν την αποφασιστικότητά τους να μην απαρνηθούν τους εαυτούς τους και τα λαϊκά δίκαια, έχουν βεβαιώσει άλλωστε συγκρατούμενοί τους μελλοθάνατοι, που επέζησαν. Όσο και αν δεν σκόπευαν για κανέναν λόγο να λυγίσουν, δεν μπορεί παρά να τους χαλύβδωνε η πιθανότητα νίκης του ΔΣΕ.
Αλλά εκείνοι οι εννιά που χωρίς να λυγίσουν από την οριστική ήττα του ΔΣΕ στάθηκαν επίσης ολόρθοι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα εκείνον το Σεπτέμβρη αρνούμενοι με τη σειρά τους ως το τέλος να αποκηρύξουν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ) και το ΚΚΕ; Αυτοί δεν είχαν πια τίποτα τέτοιο να προσδοκούν, να ελπίζουν.
Αναλογεί σ' αυτούς μια ιδιαίτερη μνεία, τουλάχιστον. Ήταν ίσως, θα μπορούσε κανείς να πει χωρίς να έχει διάθεση διάκρισής τους από τους υπόλοιπους, οι πιο γενναίοι των γενναίων, όλων εκείνων των δεκάδων γνωστών και άγνωστων άξιων γιων του ελληνικού λαού που φωνάζοντας στο Λαζαρέτο μπροστά στους εκτελεστές τους «Ζήτω ο ελληνικός λαός», «Ζήτω το ΕΑΜ», «Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας» και συναφή συνθήματα για την αθωότητά τους, την περηφάνια τους γι' αυτό που ήταν και την πίστη τους ότι τα λαϊκά δίκαια θα επικρατήσουν, άφησαν στις επόμενες γενιές άσβεστες στο διάβα του χρόνου παρακαταθήκες.

Οι 5 που εκτελέστηκαν στις 8 Σεπτέμβρη και ο Μ. Γλέζος
Πέντε αγωνιστές, όπως βεβαιώνουν και σχετικές «Εκθέσεις εκτέλεσης θανατικής ποινής» που σώζονται σε δικαστικά αρχεία και σε αρχεία του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και οι οποίες καταχωρήθηκαν σε Φύλλα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ), εκτελέστηκαν στη νησίδα στις 8 Σεπτέμβρη 1949, ημέρα Πέμπτη και ώρα 6:30 το πρωί.
Την ίδια ημέρα, ένας 27χρονος συναγωνιστής τους στη φυλακή, με το όνομα Μανώλης Γλέζος, που ήταν μέλος του ΚΚΕ και το όνομά του ακουγόταν όλο και πιο συχνά στην Αθήνα επειδή με έναν άλλο ομοϊδεάτη του τον Μάη του 1941 είχε κατεβάσει από την Ακρόπολη τη ναζιστική σβάστικα, έγραψε στίχους για εκείνους. Τη νύχτα, βλέπετε, η φυλακή αντηχούσε ένα σύνθημα-κραυγή των φυλακισμένων που ο απόηχός του έφτανε σχεδόν σε κάθε σπίτι στην πόλη του νησιού: «Λαέ της Κέρκυρας, απόψε πήραν για εκτέλεση πέντε αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης».
Να πώς τους έλεγαν εκείνους τους πέντε και τι έγραψε γι' αυτούς εκείνη την ημέρα σε ποίημά του ο συγκρατούμενός τους Γλέζος, ο οποίος ακολουθώντας μια πολυκύμαντη πολιτική διαδρομή στη ζωή του την ολοκλήρωσε εγκαταλείποντας τα αστικά κόμματα και προτείνοντας, πάλι, ως μία εναλλακτική, την πρωταρχική πολιτική επιλογή του:
ΑΠΟΨΕ ΠΗΡΑΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Στους συμπολεμιστές και συγκρατούμενους. Εκτελέστηκαν στο Λαζαρέτο στις 8 του Σεπτέμβρη 1949.
«Απόψε πήραν και πάλι πέντε αγωνιστές για εκτέλεση /
Τον Νίκο Πελέκη, τον Γιάννη Καρρά, /
τον Ηλία Μαστρογιάννη, τον Νικόλα Μελεμένη και /
τον Παναγιώτη Μπαλαχτάρη.» /
Με τις φωνές μας σπάμε της αδικίας τη σιωπή: /
«Λαέ της Κέρκυρας, απόψε πήραν για εκτέλεση /
πέντε αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης». /
Ως νάρθει και πάλι η σειρά μας να φωνάξουμε /
στριφογυρνώ στα όρια της χοάνης /
ζωής θανάτου κι αναθυμάμαι. /
Ποτέ δε διψάσαμε από ελπίδες. /
Το δισάκι της παρηγοριάς, ξέχειλο ως απάνω. /
Μ’ απόψε παίρνουν βορρά στο θάνατο πέντε αδέλφια. /
Πικρή χολή στ’ αχείλι. /
Όλα της ευφροσύνης τα χαμόγελα /
χάθηκαν στον κεραυνό του θανάτου. /
Πού να ’ναι ο ήλιος, τα λούλουδα, /
της θάλασσας ο φλοίσβος, το νέκταρ της μέλισσας; /
Τα ’χασα όλα και ψάχνω να τα βρω /
στα μύχια βάθη του είναι μου. /
Τα δάκρυά μου ιχνηλατούν το βυθό της ιστορίας /
αλλ’ ακούνε μόνο τον αλάπατο /
από το βηματισμό του θανάτου /
καθώς παραμονεύει στης αδικίας τα καρτέρια. /
Οι φωνές των συντρόφων με συνεφέρνουν: /
«Απόψε πήραν και πάλι πέντε αγωνιστές για εκτέλεση»…/
Φυλακές Κέρκυρας
8 του Σεπτέμβρη 1949
Ήταν και οι πέντε καταδικασμένοι σε θάνατο από τα γνωστά και ως Κακουργιοδικεία, τότε, μεικτά Δικαστήρια Συνέδρων, που συχνά εκτελούσαν περίπου διατεταγμένη υπηρεσία. Δεν ήταν μαχητές του ΔΣΕ, αφού είχαν συλληφθεί πριν από τη δημιουργία του, αλλά δεν έκρυβαν ότι τον υποστήριζαν και μέσα από τα σίδερα φυλακών εκδήλωναν με κάθε δυνατό τρόπο την ευχή να επικρατήσει. Στο σύνολό τους ήταν αγωνιστές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Πολιτοφυλακής (ΕΠ), της Οργάνωσης Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ) και άλλων συναφών εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, όπως η Εθνική Αλληλεγγύη (ΕΑ).
Ο Γιάννης Καρράς, εργάτης, ήταν περίπου 28 χρονών και είχε γεννηθεί στο Κριεκούκι, στη δυτική Αττική, κοντά στη Θήβα. Έφερε το αγωνιστικό ψευδώνυμο Μωρηάς. Σύμφωνα με συγκρατουμένους του, είχε προσχωρήσει από τους πρώτους της περιοχής του στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης εναντίον των κατακτητών και είχε στρατευτεί στον ΕΛΑΣ της ανταρτομάνας Ρούμελης. Δύο χρόνια πριν εκτελεστεί, το 1947, το Δικαστήριο Συνέδρων Θήβας τον καταδίκασε σε θάνατο, για υπόθεση άμεσα συνυφασμένη, όπως θα δούμε στη συνέχεια, με το γερμανικό ολοκαύτωμα πατριωτών στο Δίστομο.
Σε ημερολόγιό του ένας συναγωνιστής του διέσωσε τούτο το απλό γεγονός: Του Γιάννη του Καρά πριν λίγες μέρες η μάνα του τού έστειλε από το Κρεκούκι στην Κέρκυρα δύο δέματα με σταφύλια ταχυδρομικώς. Ήρθαν μόνο τα κουτιά. Τα σταφύλια είχαν γίνει τσάμπουρα. Ήταν μια μάνα από τις διαλεχτές μανάδες αγωνιστών. Ο Γιάννης τα παρέλαβε με γέλιο, αλλά και με μεγάλη συγκίνηση.
Ο Ηλίας Μαστρογιάννης ήταν περίπου 33 χρονών. Εργάτης και μαχητής της Εθνικής Αντίστασης κι αυτός, γεννημένος στο χωριό Κερασιά της Εύβοιας. Μεταφέρθηκε και φυλακίστηκε στην Κέρκυρα, μεταξύ άλλων μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, αφού καταδικάστηκε σε θάνατο το 1947, περνώντας από διάφορες δίκες.
Σε μία από αυτές, στο Δικαστήριο Συνέδρων Θήβας, στις 21 Αυγούστου 1947, ήταν κατηγορούμενος μαζί με πέντε συναγωνιστές του για «ανθρωποκτονία κατά του (...), εν Λίμνη Ευβοίας, ημέραν τινά του μηνός Απριλίου ή αρχών Μαΐου 1944».
Το θύμα ήταν άνδρας που δύναμη του ΕΛΑΣ, με τον Μαστρογιάννη και άλλους, τον είχε συλλάβει στο χωριό Κερασιά και τον είχε οδηγήσει στην Εθνική Πολιτοφυλακή του γειτονικού χωριού Λίμνη, καθώς είχε βρει γράμμα του προς τον επικεφαλής στρατηγό των προδοτικών Ταγμάτων Ασφαλείας της Χαλκίδας, με το οποίο αποκάλυπτε και υποδείκνυε πώς και ποια συγκεκριμένα πρόσωπα του ΕΛΑΣ σε συγκεκριμένες τοποθεσίες της περιοχής έπρεπε να στοχεύσουν, για να συντρίψουν την Αντίσταση. Διάφοροι μάρτυρες κατηγορίας υποστήριζαν, χωρίς το παραμικρό στοιχείο, ότι στο κεφολοχώρι Λίμνη, αρκετές ώρες μετά τη μεταφορά του εκεί, «τον ετουφέκισε ο Μαστρογιάννης (...)», «λένε ότι τον σκότωσε ο Ηλίας Μαστρογιάννης (...)», καθώς και ότι «πολλά μικρά παιδιά είπαν ότι τον εκτελεστή τον έλεγαν Ηλία (...)». Αυτά στάθηκαν αρκετά στους δικαστές για να τον κηρύξουν «δράστη ανθρωποκτονίας μετ' άλλων» και να του επιβάλουν την ποινή του θανάτου. Οτιδήποτε αφορούσε την ουσία της υπόθεσης και το γεγονός ότι δρούσε στο πλαίσιο του αναγνωρισμένου αντιστασιακού στρατού του ΕΑΜ ήταν «εκτός θέματος» για το δικαστήριο.
Ο αγωνιστής, σύμφωνα με τα πρακτικά της δίκης, «ηρνήθη την αποδιδομένην εις αυτόν κατηγορίαν, ισχυρισθείς ότι συνέλαβεν τον παθόντα και τον πήγε στη Λίμνη όπου τον παρέδωσε εκεί, έμεινε για μία ώρα και μετά αναχώρησε για τη μονάδα του», στις γραμμές του ΕΛΑΣ.
Εργάτης και ο Νίκος Μελεμενής, γιος προσφυγικής οικογένειας και πατέρας τριών κοριτσιών και ενός αγοριού, ήταν γνωστός και ως Μελεμένης και απαντάται επίσης σε έγγραφα ως Ματρόζος ή Ματρώζος, αφού αυτό ήταν το αγωνιστικό του ψευδώνυμο τα χρόνια της Κατοχής. Βάσταγε από τη Μενεμένη της Μικράς Ασίας και ζούσε από παιδί στο Χαλάνδρι, στην Αθήνα. Ήταν οικοδόμος, σοβατζής πιο συγκεκριμένα, περίπου 33 χρονών. Είχε πληρώσει ακριβά, με φρικτό βασανισμό, τη στράτευσή του στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση στον αγώνα εναντίον των ναζί.
Σε δίκη με 16 συνολικά κατηγορούμενους ΕΑΜίτες για «σειρά ανθρωποκτονιών» κατά χωροφυλάκων, το Δικαστήριο Συνέδρων Αθήνας τον καταδίκασε τις 9 Οκτώβρη 1947 σε θάνατο, αποδίδοντας σε εκείνον «συνέργεια μετ' άλλων σε φόνο (...) κατ' άγνωστον ημέραν του μηνός Δεκεμβρίου 1944 εν Χαλανδρίω και Πεντέλη», στην Αττική, με θύμα έναν ενωμοτάρχη Χωροφυλακής. Επρόκειτο για περιστατικό υπόθεσης που αφορούσε γνωστή, οργανωμένη και πολυήμερη ένοπλη και πολύνεκρη σύγκρουση, στην περιοχή, την περίοδο των μαχών του Δεκέμβρη του 1944. Η καταδίκη στηρίχτηκε σε καταθέσεις του τύπου «άκουσα ότι ο Μελεμενής σκότωσε πολλούς, ήταν το φόβητρο του Χαλανδρίου (...), είχε κύρος και έκανε συλλήψεις και ανακρίσεις στην Πολιτοφυλακή και ήταν οπλισμένος σαν αστακός» (...), «ο κόσμος έλεγε ότι σκότωνε, ότι ήταν στην ΟΠΛΑ», πλην μίας που ήταν κατηγορηματική και προερχόταν από μάρτυρα κατηγορίας ο οποίος παραδέχθηκε, τελικά, ότι εκείνη την περίοδο είχε συλληφθεί από τις ίδιες τις κρατικές αρχές ως δοσίλογος της Κατοχής και κρατούνταν στις Φυλακές Αβέρωφ. Επίσης, ένας υπομοίραρχος Χωροφυλακής τον κατηγόρησε γενικόλογα, εξ «ιδίας αντιλήψεως», ότι «ανεμίχθη εις τα εγκλήματα». Ωστόσο, τρεις άλλοι μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν, όταν ρωτήθηκαν, ότι δεν είχαν ακούσει, καν, στα τρία χρόνια από τότε, κάποιον να λέει έστω και μία φορά ότι ο Μελεμενής είχε σκοτώσει οποιονδήποτε, παρά μόνον ότι είχε πάρει μέρος σε συλλήψεις προσώπων, ιδίως τα χρόνια της Κατοχής, ύποπτων βέβαια για συνεργασία με τον κατακτητή.
Απολογούμενος, ο αγωνιστής είπε μόνο, σύμφωνα με τα σκοπίμως βέβαια πολύ λιτά σε αυτό το σημείο επίσημα πρακτικά της δίκης, ότι «έκανε δύο συλλήψεις και όχι εγκλήματα».
Διέσωσαν συγκρατούμενοι του Μελεμενή στη φυλακή της Κέρκυρας: Ο Νίκος Ματρόζος ή Μελεμένης, που όλοι οι κρατούμενοι τον ξέραμε μόνο ως Ματρόζο, ήταν ψηλός, λιγνός και άθελά του ολιγομίλητος αγωνιστής. Αν εκείνος ο μεγάλος Ματρόζος του '21 πέθανε στα γηρατειά του ως ζητιάνος, τούτος δε μπόρεσε να φτάσει ούτε ως εκεί. Έπεσε μισοστρατίς από το βίαιο θάνατο. Κι έπεσε πιο βασανισμένος από εχθρούς και "συμμάχους" κατακτητές. Ένα σοκ τρόμου τον έκανε να κουνάει το κεφάλι του σπαστικά. Λες και το υποσυνείδητό του, ήθελε κάθε φορά να βεβαιωθεί αν το κεφάλι του στέκει εκεί στους ώμους του. Αιτία αυτού του τρόμου ήταν η σύλληψή του από τους Γερμανούς την Κατοχή με βασανιστήρια και κρεμάλα (...) Οι μεταβαρκιζιανοί δικαστές του Ματρόζου στάθηκαν ανάλγητοι μπροστά στη βαριά αναπηρία που του άφησαν οι καταχτητές γιατί τους πολεμούσε και τον δίκασαν σε θάνατο (...) Η περίπτωση του Ν. Ματρόζου ήταν γνωστή σ' όλους μας στην αχτίνα (...), για να τον προσέχουμε ιδιαίτερα (...).
Η δίκη-παρωδία του Μπαλαχτάρη
Ο Παναγιώτης Μπαλαχτάρης, το όνομα του οποίου σώθηκε και ως Μπαλακτάρης ή Μπαϊρακτάρης, γεννήθηκε στην περιοχή Χατζηκυριάκειο, στον Πειραιά, μάλλον το 1923. Ήταν εργατοτεχνίτης, λεβητοποιός και γνωστό μέλος του ΚΚΕ. Στην Κατοχή ήταν στην ΕΑΜική Νεολαία ΕΠΟΝ και δεν δίστασε να ενταχθεί στον ΕΛΑΣ.
Εκτελέστηκε σε ηλικία 26 χρονών περίπου, με επίκληση απόφασης του Δικαστηρίου Συνέδρων Αθήνας, που του επέβαλε την ποινή του θανάτου τις 16 Οκτώβρη 1947.
Για τη δίκη του, όπως γίνεται σταδιακά για όλους τους εκτελεσμένους του Λαζαρέτου, ήδη έχουν εντοπιστεί αρκετά στοιχεία σε δικαστικά αρχεία της εποχής.
Δικάστηκε μαζί με 26 συναγωνιστές του για «φόνους εν Πειραιεί» κατά τα Δεκεμβριανά και τελικά στον ίδιο αποδόθηκαν «δύο ανθρωποκτονίες κατά την 6ην Δεκεμβρίου 1944», με θύματα πρόσωπα που, όπως ανέφεραν μάρτυρες κατηγορίας, ήταν μέλη της διαβόητης Ειδικής Ασφάλειας επί Κατοχής και βρέθηκαν νεκρά μαζί με σημείωμα που έλεγε «Έτσι τιμωρούνται οι προδότες του λαού».
Υποτίθεται, σύμφωνα με τους ίδιους μάρτυρες που είχαν την... πεποίθηση ότι σκότωσε, πως είχε πάρει μέρος σε ομάδα του ΕΛΑΣ που τους είχε συλλάβει και τους είχε οδηγήσει, όπως είπαν, στο τοπικό Φρουραρχείο του ΕΛΑΣ. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πρακτικά, δύο παρόμοιοι μάρτυρες, που τον είχαν κατηγορήσει ευθέως σε προανακριτικές καταθέσεις τους, δεν άντεξαν και κατέθεσαν στο δικαστήριο ο ένας ότι υπό πίεση είχε πει πως γνώριζε για την υπόθεση ενώ δεν γνώριζε και ο άλλος ότι επίσης ψευδώς είχε πει όσα είχε πει σε βάρος του ιδίου και των συγκατηγορουμένων του, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι ήταν υπαγορευμένα από την Αστυνομία. Η αντίδραση του προέδρου του δικαστηρίου ήταν μόνο να διατάξει τη σύλληψή τους επί ψευδορκία.
Να και τι, μόνο, γράφτηκε στα πρακτικά για την απολογία του Μπαλαχτάρη: «Ηρνήθη την κατηγορίαν, ειπών ότι δεν γνωρίζει τίποτε γι' αυτά που τον κατηγορούν, ναι μεν ήτο ελασίτης αλλ' ήτον στο Λόχο και δεν έκανε ούτος καμμίαν σύλληψιν». Προφανώς, η καταδίκη του ήταν προδιαγεγραμμένη.
Ένας σοφέρ από το μαρτυρικό Δίστομο
Ο πέμπτος, Νίκος Πελέκης, 37 χρονών περίπου, είχε γεννηθεί στο μαρτυρικό Δίστομο, στον νομό Βοιωτίας. Ήταν αυτοκινητιστής, σοφέρ, που για κάποιο χρονικό διάστημα ασχολήθηκε και με το εμπόριο. Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ στην περιοχή του και πήρε μέρος σε διάφορες μάχες. Καταδικάστηκε το 1947 σε θάνατο, από το Δικαστήριο Συνέδρων Θήβας, με την κατηγορία ότι έλαβε μέρος σε εκτέλεση οκτώ κατοίκων του Διστόμου που συνδέονταν με διαβόητη φιλοναζιστική οργάνωση.
Συγκρατούμενοί του στις φυλακές της Κέρκυρας διέσωσαν τα εξής στοιχεία για τη δράση του:
Νίκος Πελέκης του Κωνσταντίνου, από το μαρτυρικό Δίστομο (...) Στα τέλη του '42 οργανώθηκε στο ΕΑΜ Διστόμου. Το 1943 οργανώθηκε και στον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Πήρε μέρος στη μάχη της Στενής Διστόμου και αλλού. Μετά τη Βάρκιζα έμεινε στο χωριό. Όταν ήρθαν οι εθνοφύλακες το Μάρτη του '45, φυλαγόταν μην πέσει πάνω τους, γιατί όποιον ΕΑΜίτη πιάναν τον ξυλοκοπούσαν άγρια. Αργότερα πήγε στο διοικητή της Εθνοφυλακής και του ζήτησε να μην τον κυνηγάνε. Εκεί κρατήθηκε, χτυπήθηκε πολύ και κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε στην εκτέλεση των 8 Διστομιτών που είχαν κατηγορηθεί ότι ήταν οργανωμένοι στην ΕΣΠΟ των Γερμανών (...) Μετά τη σύλληψή του ο Ν. Πελέκης κλείστηκε στις φυλακές Λιβαδειάς. Αρχές του '46 βγήκε με αθωωτικό βούλευμα. Κατέβηκε τότε στην Αθήνα. Τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς του '46 ξαναπιάστηκε για την ίδια υπόθεση με νέα μήνυση. Καταδικάστηκε από το φοβερό κακουργοδικείο της Θήβας στα τέλη του 1947. Κανένας μάρτυρας κατηγορίας δε μπόρεσε να πει κάτι το συγκεκριμένο για την υπόθεση που δικαζόταν ο Ν. Πελέκης, παρά μόνο "αν αυτός δεν ήταν, ξέρει ποιος ήταν". Πολιτική αγωγή ήταν ο δικηγόρος (...), συγγενής των παθόντων και ισχυρός μεταβαρκιζιανός παράγοντας και θανάσιμος πολέμιος των ΕΑΜιτών. Στο δικαστήριο ο "κατηγορούμενος" Ν. Πελέκης κατηγόρησε το δικηγόρο αυτό για πολλά πράγματα που τον βάραιναν στην Κατοχή. Κι εκείνος πρόβαλε στο δικαστήριο το αξίωμα ότι αν δε δικάσουν τον Πελέκη καταδικάζουν εκείνον. Έτσι ο Νίκος καταδικάστηκε στην έσχατη ποινή. Κι απόψε ο Ν. Πελέκης σ' αυτή την τελευταία φθινοπωριάτικη νύχτα της ζωής του, απομονωμένος με τους άλλους συντρόφους του στο κελί του Γολγοθά γράφει το τελευταίο γράμμα στους δικούς του...
Το γράμμα του -να σημειωθεί ότι ακόμη και στα στερνά γράμματα των υπό εκτέλεση προς τις οικογένειές τους δεν τους επιτρεπόταν οποιαδήποτε πολιτική αναφορά και αν υπήρχε τέτοια διαγραφόταν- έφτασε στην οικογένειά του και σώθηκε από την ίδια. Ανέφερε:
Καλή μου Μητέρα και Αδέρφια Λουκά Κωσταντήνα και Γιάννη σας στέλνω το τελευτέω μου γράμμα.
Καθησμένως σε μια γωνιά ενός μικρού κελιού σας γράφω τα τελευτέα μου λόγια. οι υποσχέσεις που σας έδωσαν ήταν σαν άχερα στα λώνι που τα πέρνει ο αγέρας. γι' αυτό εγώ, φέβγω για το μεγάλω ταξίδη που δεν θα γιρήσω πάλη γιαυτό επιθημώ να μην λιπηθήτε και ο Γιάννης από την οικογένια που θα δημιουργίση ας βάλη το όνομά μου.
– Κωσταντήνα το τελευτέω σου γράμμα το πήρα και δεν αμφιβάλω για όσα μου γράφεις για τη μητέρα πως θα την περιποιηθής όσο θα είνε ζωντανή.
Τελιώνω σας φιλώ όλους με το γράμα μου.
Ο υιός σας και Αδελφό σας
Ν. Πελέκης
Η δίκη του είχε γίνει στο Δικαστήριο Συνέδρων Θήβας στις 21 Γενάρη 1947. Οι κατηγορούμενοι ήταν συνολικά εννιά. Ανάμεσά τους ήταν και ο πρώτος από τους εννιά αγωνιστές που αναφέρονται σε αυτές τις γραμμές, ο εκτελεσμένος στο Λαζαρέτο στις 8 Σεπτέμβρη 1949, Γιάννης Καρράς. Ο Πελέκης και ο Καρράς, αντάρτες του ΕΛΑΣ και οι δύο κοντά στο Δίστομο, καταδικάστηκαν σε θάνατο μαζί, στην ίδια αυτή δίκη. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, «εν θέσει Δρακοκάρκανος του Παρνασσού της περιφερείας Αραχώβης Λεβαδείας», κοντά στο μαρτυρικό Δίστομο, «την 6ην Σεπτεμβρίου 1944», δηλαδή τρεις μήνες περίπου μετά το γνωστό τρομερό ολοκαύτωμα του Διστόμου από τους ναζί και ενώ συνεχιζόταν η Κατοχή, «εξετέλεσαν ανθρωποκτονίας κατά επτά κατοίκων Διστόμου», υποτίθεται για λόγους άσχετους με τον προδοτικό ρόλο τοπικών «παραγόντων», που συνεργάζονταν με το ναζιστικό μόρφωμα ΕΣΠΟ και είχαν φτάσει στο σημείο να ρίχνουν τις ευθύνες στον ΕΛΑΣ για το ναζιστικό έγκλημα επειδή εκεί κοντά έδινε μάχες εναντίον των Γερμανών!
Οι καταδικασμένοι σε θάνατο όφειλαν μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια κατάπτυστη δικαστική απόφαση, να καταβάλουν αποζημίωση μερικών εκατομμυρίων δραχμών της περιόδου σε συγγενείς επτά τοπικών «παραγόντων».
Η αρχική αναφορά των πρακτικών της δίκης στις απολογίες τους ήταν χυδαία: «Ηρνήθησαν τας πράξεις των»!
Ο Γιάννης Καρράς, στην απολογία του, δήλωσε ότι υλοποιώντας έγγραφη εντολή του Αρχηγείου Παρνασσίδας του ΕΛΑΣ παρέλαβε τα συγκεκριμένα πρόσωπα από το χωριό Στείρι, όπου είχαν τα ίδια προσέλθει κατόπιν πρόσκλησης για παροχή εξηγήσεων έναντι κατηγοριών. «Απ' εκεί τους πήρα εγώ, ο (...) και ο (...) και τους παρέδωσα εις Καπετάνιον (...), από τον οποίο πήρα απόδειξι», εξήγησε, σύμφωνα με τα ίδια πρακτικά. Ο συγκατηγορούμενός του Γιάννης Γαζής είπε: «Έλαβον διαταγήν από το Τάγμα να συλλάβω τους (...) παθόντες και να τους αποστείλω εις την Ταξιαρχίαν, πράγματι δε πήγα, τους συνέλαβον και τους παρέδωσα (...) εις τμήμα της Ταξιαρχίας». Ο Νίκος Πελέκης τόνισε απολογούμενος, πάντα σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά, ότι «ουδεμίαν ανάμιξιν έχει με τας συλλήψεις και εκτελέσεις των παθόντων». Το ζητούμενο όμως της δίκης ήταν να καταδικαστούν αυτοί ως εκτελεστές. Κάθε αναφορά σε προδότες και στον δικαστικό κλάδο του ΕΛΑΣ, που είχε επιληφθεί της υπόθεσης, ήταν ανεπιθύμητη από το δικαστήριο.
Για να «δέσουν» στοιχειωδώς το κατηγορητήριο έπρεπε να εφεύρουν κάτι. Αυτό το κάτι ήταν ένα γράμμα που υποτίθεται ότι είχε στείλει ο Πελέκης σε στενό συγγενή του, αναφέροντας τον ίδιο και συναγωνιστές του ως εκτελεστές επτά θυμάτων και ορκίζοντάς τον «να μη μαρτυρήσει». Το γράμμα αυτό, έλεγε μονότονα ο ένας μάρτυρας κατηγορίας μετά τον άλλο αφού ισχυρίζονταν πρώτα ότι τάχα δεν δρούσε η ΕΣΠΟ στην περιοχή, είχε δοθεί σε γνωστό αξιωματικό. «Το γράμμα το είδα, αλλά εξηφανίσθη», υποστήριζαν όλοι.
Το δικαστήριο, όμως, απέρριψε κατηγορηματικά επίμονο αίτημα της υπεράσπισης των κατηγορουμένων να κληθεί ως μάρτυς ο συγκεκριμένος αξιωματικός ή να γίνει αναβολή της δίκης για να εξασφαλιστεί η κατάθεσή του!
Του αρκούσαν ισχυρισμοί μαρτύρων κατηγορίας σαν αυτούς: «Τους παθόντας τους εξετέλεσαν διότι ήσαν τα επίλεκτα μέλη της κοινωνίας του Διστόμου και είναι ίδιον των κομμουνιστών να σκοτώνουν τοιούτους» (...) «Ο Πελέκης είπεν για τα θύματα ότι οι καμπάνες πρέπει να κτυπούν χαρμόσυνα, διότι ήσαν προδότες» (...) «Ο Πελέκης, ο (...) και ο (...), οι οποίοι ήσαν οι υπεύθυνοι του Κομμουνιστικού Κόμματος, μας είπαν ότι αυτοί αναλαμβάνουν την ευθύνην δια τους φονευθέντες (...) και ότι έχουν στοιχεία».
Έναν χρόνο μετά το ολοκαύτωμα του Διστόμου, τον Ιούνη του 1945, είχε διωχθεί πια ο ξένος κατακτητής και στο Δίστομο οργανώθηκε επετειακό μνημόσυνο, με τη συμμετοχή του τότε υπουργού Εσωτερικών Κωνσταντίνου Τσάτσου, που έγινε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως γνωστόν, το 1975. Εκείνη η επέτειος είχε βρει τον Πελέκη στις φυλακές της Λιβαδειάς, ως προφυλακισμένο γι' αυτή την υπόθεση.
Μαζί με άλλους 14 συμπολίτες του κρατούμενους, τις 9 Ιούνη 1945 είχε στείλει Ανοικτή Επιστολή στον Κων. Τσάτσο, η οποία είχε δημοσιευτεί και σε κάποιες αθηναϊκές εφημερίδες.
Αρκεί, εδώ, το εξής απόσπασμα:
Κύριε υπουργέ,
Μάθαμε ότι αύριο θα παραστείτε στο μνημόσυνο των σφαγιασθέντων αδελφών μας υπό των Γερμανών. Δυστυχώς εμείς, περί τους 30 Διστομίτες είμαστε κλεισμένοι στις φυλακές Λιβαδειάς, γιατί είχαμε την τιμή ν’ αγωνισθούμε για τη λευτεριά της αγαπημένης μας πατρίδας και γι’ αυτό λυπούμαστε που δε θα μπορέσουμε να παρευρεθούμε κοντά στους τάφους των νεκρών μας. Γιατί εμείς εδώ οι φυλακισμένοι έχουμε 35 θύματα συγγενείς μας από τη φοβερή εκείνη σφαγή. Έτσι δε θα μπορέσουμε να διαμαρτυρηθούμε και να φωνάξουμε σ’ όλο τον κόσμο, ότι το μνημόσυνο αυτό το οργάνωσαν άνθρωποι που ήσαν μέλη της απαίσιας γερμανικής οργάνωσης ΕΣΠΟ. Και όχι μόνο αυτό: Έχουν βάψει τα χέρια τους στο αίμα των αδελφών μας.
Σήμερα οι άνθρωποι αυτοί με επί κεφαλής τον πολιτευτή Ι. Κ. – γνωστό μυστικοσύμβουλο του Κοτζαμάνη και ηγέτη της ΕΣΠΟ με συνεργάτες τους πράκτορες των Ες Ες Α. Κ. και Κ. Κ., συνεχίζουν πιστά το έργο των Ούννων και με όπλα που τους έδωσε η Εθνοφυλακή σκορπούν στο μαρτυρικό Δίστομο την τρομοκρατία και το θάνατο. Μανάδες αγωνιστών όπως η Μ. Η. Κ. πετάγονται από τα μπαλκόνια και κοπέλες φυματικές όπως η Μ. Η. Κ. χτυπιούνται με τα περίστροφα στο στήθος για να φτύσουν και άλλο αίμα. Οι συμπατριώτες αυτοί κ. υπουργέ άρπαξαν μέσα στη νύχτα την Α. Λ. Μ. και επιχείρησαν να την βιάσουν και την κουρέψουν.

Ένας τορναδόρος που ντρόπιασε το θάνατο
Η συνέχεια των εκτελέσεων στο Λαζαρέτο δόθηκε στις «16 Σεπτεμβρίου 1947, ημέρα Παρασκευή και ώρα 6:30 π.μ.», όπως πιστοποιείται σε αρχειακό έγγραφο της Εισαγγελίας Εφετών Κέρκυρας και του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας, καθώς και σε ΦΕΚ. Ο εκτελεσμένος ήταν ένας εργάτης ούτε 30 χρονών, τορναδόρος, που γεννήθηκε και ζούσε στην περιοχή Πετράλωνα της Αθήνας και εργαζόταν στην εταιρεία ΣΕΚ, δηλαδή στους Σιδηρόδρομους Ελληνικού Κράτους. Φίλιππος Μπέλλος, το όνομά του. Εκείνο το πρωινό «απεβίωσεν δια τυφεκισμού παρά στρατιωτικής δυνάμεως, εν τη νησίδι Λαζαρέτο», όπως γράφτηκε στα επίσημα έγγραφα.
Κατόπιν προδοσίας από «εθνικόφρονα» της περιοχής κατοικίας του, οι Γερμανοί είχαν συλλάβει και εκτελέσει τον επίσης ΕΑΜίτη αδελφό του, Βασίλη. Στη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων κατά τα Δεκεμβριανά ο Φίλιππος είχε συλληφθεί από Άγγλους στρατιώτες.
Το 1947 καταδικάστηκε σε θάνατο από το Δικαστήριο Συνέδρων Αθήνας για «αδικήματα κατά της ζωής», που φέρεται να διέπραξε τους μήνες Ιούλη, Σεπτέμβρη και Δεκέμβρη 1944, δηλαδή στη διάρκεια της Κατοχής και των Δεκεμβριανών. Κατήγοροί του ήταν, κυρίως, «πατριώτες» που κατηγορούνταν από το ΕΑΜ ότι είχαν σηκώσει γερμανικά όπλα εναντίον των αντιστασιακών ή είχαν γίνει καταδότες.
Διέσωσαν για εκείνον συγκρατούμενοί του στην κερκυραϊκή φυλακή, όπου εκτελούσε χρέη μάγειρα και γι' αυτό κάθε πρωί ξυπνούσε ώρες προτού χαράξει:
Ήταν αρχιμάγειρας. Σηκωνόταν πρώτος-πρώτος το πρωί και ετοίμαζε το τσάι. Ο φύλακας την ημέρα εκείνη ήρθε και τον έβγαλε μία ώρα πιο μπροστά. Όταν ρώτησε το φύλακα γιατί τόσο γρήγορα, ο φύλακας λέει «δεν βαριέσαι...». Αντί να τον πάνε στο μαγειρείο, τον πήγαν στο απομονωτήριο και από τις φωνές του πήραν είδηση οι φυλακισμένοι της ακτίνας του ότι πάει για εκτέλεση (...) Ο Φίλιππας Μπέλος από τον Αθήνα, που τον είχαμε μάγειρα στη φυλακή (...), ντρόπιασε το θάνατό του (...) Η τύχη το 'φερε να 'ναι απόψε μόνος του, να πέσει (...) Ήταν ένα όμορφο και σεμνό παλικάρι. Το 1943 οργανώθηκε στο ΕΑΜ και σε συνέχεια στο ένοπλο τμήμα των πόλεων. Το Μάρτη του 1944 ένας Γερμανός σκότωσε το μικρότερο αδερφό του τον Βασίλη στα Περιβόλια του Ταύρου. Με τα Δεκεμβριανά ο Φίλιππας πιάστηκε απ' τους Εγγλέζους και κλείστηκε στο Γουδί, απ' όπου δραπέτευσε. Λίγο αργότερα ξαναπιάστηκε και κλείστηκε φυλακή. Το 1947 δικάστηκε 7 φορές σε θάνατο και μεταφέρθηκε στις φυλακές Κέρκυρας. Απόψε απ' το κελί της απομόνωσης ζήτησε για επίσκεψη το συγκρατούμενο πατριώτη του (...) Η διεύθυνση δέχτηκε κι άφησε το (...) να του κρατήσει συντροφιά ως την ώρα που θα τον πάρουν. Αφού κουβέντιασαν ό,τι είχαν να πουν κι αργούσε να πλησιάσει η ώρα του χωρισμού, ο Φίλιππας ζήτησε να ξαπλώσει λίγο. Ακούμπησε το κεφάλι πάνω στα απλωμένα πόδια του (...) Σε λίγο αποκοιμήθηκε. Κοιμήθηκε αυτό το σεμνό και άτρομο παλικάρι, περιμένοντας σε δύο ώρες να τον στήσουν... Πού κρύβονταν αυτή η νηφαλιότητα, αυτή η στωικότητα κι αυτή η ασύλληπτη ηρεμία για να τον πάρει ο ύπνος; Ποια ανθρώπινη ψυχολογική διάνοια θα μπορέσει να παρουσιάσει, να εκφράσει αυτό το ψυχικό μεγαλείο; (...) Ήρθε η ώρα να τον πάρουν. Και ο ήρωας κοιμάται ακόμα. Μπαίνει μέσα ο επικεφαλής της συνοδείας, ένας ανθυπασπιστής για να τον πάρει.
Ο ανθυπασπιστής απευθύνεται όπως ήταν φυσικό στον (...) και του λέει σιγανά:
– Σηκωθείτε σας παρακαλώ να πάμε...
– Όχι, δεν είμαι εγώ... είναι ο συναγωνιστής μου που κοιμάται.
Ο ανθυπασπιστής πισωπατεί μπροστά στο ανέλπιστο θέαμα...
– Ώστε κοιμάται;... ψιθυρίζει έκπληκτος.
– Ναι κύριε, κοιμάται. Κοιμάται η προσωποποίηση της αρετής τον ύπνο του δικαίου. Σκύψτε κι αφουγκραστείτε το χτύπο της καρδιάς του. Θα ακούστε πόσο ήρεμα και ρυθμικά χτυπάει. Χτυπάει στο ρυθμό μιας αυριανής Ελλάδας λεύτερης με προκοπή για όλους.
Έτσι ο Φίλιππας Μπέλος έφτασε στο θυσιαστήριο του Λαζαρέτου με τη φρεσκάδα του ύπνου στο πρόσωπό του.
Η καταδίκη του Μπέλλου, που υπηρετούσε στον ΕΛΑΣ και συνεργαζόταν με την Εθνική Πολιτοφυλακή, έγινε στις 26 Σεπτέμβρη 1947, αφού προηγήθηκε μια ανάλογη δίκη του στις 6 Δεκέμβρη 1946 που αναβλήθηκε με το που ξεκίνησε, καθώς δεν υπήρχαν μάρτυρες κατηγορίας για τα υποτιθέμενα «στυγερά εγκλήματα» που είχε διαπράξει, «συναποφασίζοντας και συνδράμοντας μετ' άλλων, αγνώστων ονοματεπωνύμων, σε ανθρωποκτονίες». Όπως συνηθιζόταν σε όλες σχεδόν αυτές τις δίκες ΕΑΜιτών, τον κατηγορούσαν ακόμη και ως κλέφτη αντικειμένων των φερόμενων θυμάτων.
Έφριξε από όσα επί οκτώ ημέρες τον Σεπτέμβρη του 1947 κατέθεταν εις βάρος του ιδίου και των άλλων κατηγορουμένων διάφοροι μάρτυρες κατηγορίας, όπως προκύπτει από τα ολιγόλογα και μεροληπτικά επίσημα πρακτικά της δίκης.
Προφανώς μίσθαρνος μάρτυρας κατηγορίας, αφού έκανε λόγο για θύματα μέλη της παρακρατικής οργάνωσης «Χ» που οι Γερμανοί για να τα προστατεύσουν «τα είχον φυγαδεύσει κατά την Κατοχήν εις το εξωτερικόν», καθώς και για σειρά άλλων υποτιθέμενων φόνων με δράστη τον Μπέλλο, υποστήριξε ότι προηγουμένως είχε συλληφθεί τρεις φορές από τον ίδιο και είχε αφεθεί ελεύθερος, αλλά δεν δίστασε, στην προσπάθειά του να γίνει πιστευτός, να καταθέσει, σύμφωνα με τα πρακτικά, ακόμη και τα ακόλουθα, για κάποιαν υποτιθέμενη χαράδρα με θύματα του ΕΛΑΣ:
«Ο Μπέλλος έρριξε μια πιστολιά στη γυναίκα μου, μου ρίξανε και μένα τρεις πιστολιές, δύο στο κεφάλι και μία στην πλάτη. Εγώ δεν εκτυπήθην καίρια, έκανα όμως τον σκοτωμένο και αφού με έγδυσαν με έρριξαν στο όρυγμα και ο ένας εξ αυτών μου έδωσε δύο χαριστικές βολές. Μετά ένιωσα που έρριξαν ένα πτώμα και μετά ένα άλλο, έπειτα του (...) με την κόρη του και τέλος τις δύο γυναίκες των αστυνομικών. Ανασήκωσα τα άλλα πτώματα και το έβαλα στα πόδια».
Διάφοροι μάρτυρες κατηγορίας, με λιγότερη φαντασία, καταμαρτυρούσαν στον ίδιο και τους άλλους αγωνιστές ως κατηγορία υποτίθεται ότι ήταν και μέλος της ΟΠΛΑ, καθώς η κρατική προπαγάνδα απέδιδε σε εκείνην ως έργο στη διάρκεια της Κατοχής όχι την προφύλαξη των αγωνιστών και του λαού από προδοτικά στοιχεία και την τιμωρία καταδοτών, αλλά την «εξολόθρευση εθνικοφρόνων».
Όταν συνήγορος υπεράσπισης έκανε την ερώτηση σε έναν μάρτυρα «Πού γνωρίζεις ότι ήταν μέλος της ΟΠΛΑ;», ο πρόεδρος του δικαστηρίου, σύμφωνα με τα πρακτικά, «απηγόρευσε την τοιαύτην ερώτησιν», αφού άλλωστε η ίδια η μνηστή του Μπέλλου είχε καταθέσει ότι ο φίλος της ήταν και στην ΟΠΛΑ και είχε «εγκληματήσει».
Πάταγος έγινε, όταν ήρθε η ώρα που η 18χρονη μνηστή του προσήλθε στο βήμα και ορκίστηκε να πει την αλήθεια. Την είπε: «Κατά την ανάκρισίν μου εις την Αστυνομίαν με έδειραν (...) Δεν είπον εγώ ότι ούτος είναι στην ΟΠΛΑ ή στην Πολιτοφυλακήν, είπα μόνον ότι ούτος είναι οργανωμένος, αλλά πού δεν ξέρω».
Τη συμμετοχή του Μπέλλου στη μισητή από τα προδοτικά στοιχεία ΟΠΛΑ, όμως, υποτίθεται πως είχε συνομολογήσει κι ένας από τους συγκατηγορουμένους συναγωνιστές του. Ο οποίος, όμως, σηκώθηκε και είπε, σύμφωνα με τα πρακτικά, ότι «στην ενώπιον του αστυνόμου απολογίαν του δεν είπεν ότι ορισμένοι συγκατηγορούμενοί του ήσαν στην ΟΠΛΑ και έκαναν εκτελέσεις, εάν εγράφη τοιούτον τι εγράφη υπό την απειλήν του περιστρόφου του Αρχιφύλακος (...) και μετά άγριον ξυλοδαρμόν».
Ακόμη, δύο μάρτυρες κατηγορίας διέψευσαν τις δικές τους προανακριτικές καταθέσεις, δηλώνοντας ο ένας «δεν ενθυμούμαι να είπον το εν τη καταθέσει μου αναφερόμενον ότι είδα ότι έσφαξαν ένα χωροφύλακα, ένα αστυφύλακα και ένα τσολιά», ο δε δεύτερος «στην κατάθεση που έδωσα δεν είπον ότι έκαναν εκτελέσεις». Άλλοι, κυρίως αστυνομικοί, ήξεραν τα καθέκαστα, όπως ισχυρίστηκαν, καταθέτοντας: «Εξ ακοής έμαθα ότι (...)», «Έμαθα από πληροφορίας που συνέλεξα ότι (...)»,«Από διαφόρους ήκουσα που έλεγον ότι εκτελέσεις έκανον ο Μπέλλος και οι (...)», «Μου είπε "πες μου εσύ για τον αδελφό μου να σου πω εγώ για τον δικό σου" (...)», «Μας είπαν ότι αυτός και άλλοι σκότωναν τους προδότες (...)».
Σύμφωνα με τα ίδια πρακτικά, κατά την απολογία του ο Μπέλλος «ηρνήθη τας αποδιδομένας αυτώ κατηγορίας. Εκ των φονευθέντων που λένε διάφοροι ότι εξετέλεσε ούτος με τους άλλους κατηγορουμένους, δεν γνωρίζει ουδένα, εκτός από τον (...), τον οποίο έδειρε μόνον, διότι εσκότωσε τον αδελφόν του. Τούτον δε ευρήκε κρατούμενον εις τα Κάτω Πετράλωνα, εάν δε ήτο εκτελεστής όπως τον κατηγορούν, ποίος θα τον ημπόδιζε να τον εσκότωνε. Εκ των συγκατηγορουμένων του γνωρίζει τους (...) και (...) Δεν γνωρίζει ποίος έκανε εκτελέσεις και αν έγιναν εκτελέσεις. Ούτος ήτο απλούς ελασίτης και ευρίσκετο στις μάχες».
Στο σημείο αυτό, πάντα σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά, «ο Πρόεδρος συνέστησε εις τον κατηγορούμενον να καθήση εις την θέσιν του, ούτος όμως εθορύβησεν και εν συνεχεία ο Πρόεδρος διέταξε τούτον να εξέλθη της αιθούσης του ακροατηρίου, ούτος δε απαντών είπεν "προκειμένου να είμαι σ' αυτά τα αίσχη καλύτερα να βγω έξω". Ο Εισαγγελεύς επρότεινεν ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος επί εξυβρίσει του Δικαστηρίου (...) και ο κατηγορούμενος επανέλαβε τα ίδια. Το Δικαστήριον τον κήρυξε ένοχον (...) Ο Εισαγγελεύς επρότεινεν την ποινήν φυλακίσεως τεσσάρων ετών (...) Το Δικαστήριον απεφάσισεν ποινήν φυλακίσεως τριών ετών».
Του αποδόθηκε ευθύνη για «οκτώ ανθρωποκτονίες». Είχε συμπράξει, απεφάνθη εκείνο το δικαστήριο σκοπιμότητας, σε φόνους στη διάρκεια της Κατοχής τις ημερομηνίες 1 Ιούλη, 3 και 7 Σεπτέμβρη, 3 Οκτώβρη του 1944 σε σημεία της Αθήνας κοντά στον τόπο κατοικίας του και μετά την απελευθέρωση αορίστως από τις 3 Δεκέμβρη 1944 έως τις 6 Γενάρη 1945, σε σημεία της μάχης μονάδας του ΕΛΑΣ με μονάδα της παρακρατικής οργάνωσης «Χ» στην περιοχή του Θησείου, κατά τα Δεκεμβριανά.

Δύο εκτελέσεις στις 23 Σεπτέμβρη
Βρόντηξαν πάλι στο Λαζαρέτο όπλα της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας μία εβδομάδα μετά τον Μπέλλο, στις 23 Σεπτέμβρη, ημέρα Παρασκευή και ώρα 6:30 π.μ. πάλι, με θύματα έναν Αγρινιώτη ιδιωτικό υπάλληλο 30 περίπου χρονών και έναν μάλλον 28χρονο Πατρινό κρεοπώλη, ΕΑΜίτες και ΕΛΑΣίτες φυσικά.
Δημήτρης Λαμπρακόπουλος, ο πρώτος, είχε καταδικαστεί σε θάνατο από το Δικαστήριο Συνέδρων Μεσολογγιού δύο χρόνια νωρίτερα. Ο δεύτερος λεγόταν Σπύρος Ντούβας και είχε καταδικαστεί στην εσχάτη των ποινών από ανάλογο δικαστήριο σκοπιμότητας της γενέτειρας του πρώτου, επίσης το 1947.
Είχαν συμβάλει αμφότεροι, υποτίθεται, σε «φόνους εθνικοφρόνων». Όπως γινόταν σε κάθε εκτέλεση στο Λαζαρέτο, η Εισαγγελία Εφετών Κέρκυρας είχε διατάξει την εκτέλεσή τους, σε εφαρμογή «εμπιστευτικών» έγγραφων εντολών του ίδιου του υπουργείου Δικαιοσύνης. Υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο Γεώργιος Μελάς της οικογένειας επιχειρηματιών που κατείχε, μεταξύ άλλων, ηγετικές θέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ). Ο ίδιος διετέλεσε υπουργός στις κυβερνήσεις Πλαστήρα το 1945, Σοφούλη το 1947 και Διομήδη το 1949 και αργότερα στις κυβερνήσεις του Παπανδρέου το 1964, του Αθανασιάδη-Νόβα το 1965 και του Στεφανόπουλου το 1966. Οι σχετικές εντολές φέρουν ημερομηνία 29 Αυγούστου 1949, όπως και άλλων εκτελεσμένων. Δόθηκαν, δηλαδή, την ημέρα λήξης, ουσιαστικά, του Εμφυλίου.

Η εκτέλεση του Φάνη Γιάννου και το αφιερωμένο σ' αυτόν ποίημα «Θυσία»
Ένας Κορίνθιος από το Ξυλόκαστρο έμελλε να είναι, σύμφωνα τουλάχιστον με τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, ο στερνός εκτελεσμένος αγωνιστής του ΕΑΜ στο Λαζαρέτο, τη ζοφερή εκείνη τριετία 1947-1949, στη διάρκεια της οποίας, μεταξύ άλλων, ήταν ουκ ολίγοι και οι Κερκυραίοι κομμουνιστές και λαϊκοί αγωνιστές, συμπορευόμενοι με το ΚΚΕ σε κοινούς αγώνες, που εκτελέστηκαν σε άλλες περιοχές, όπως την Αθήνα, την Κεφαλονιά, τα Ιωάννινα, την Τρίπολη και την Πάτρα.
Φάνης Γιάννου, το όνομά του. Ήταν 35χρονος εργάτης - μηχανικός σε συνεργείο αυτοκινήτων και αγρότης ταυτόχρονα, με πάθος για την εξέλιξη της δενδροκαλλιέργειας. Έπεσε νεκρός από τα πυρά εκτελεστικού αποσπάσματος στο Λαζαρέτο στις 29 Σεπτέμβρη 1949, ημέρα Πέμπτη και ώρα 6:30 π.μ. Είχε μεταφερθεί στην Κέρκυρα από τη φυλακή της Ακροναυπλίας. Τον καταδίκασε στον θάνατο το Δικαστήριο Συνέδρων Ναυπλίου, το 1947, για την παλαιότερη δράση του ως μαχητής του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ, η οποία στρεφόταν εναντίον συνεργατών των ξένων κατακτητών που κατέδιδαν αντιστασιακούς ή και σήκωναν όπλα του κατακτητή εναντίον τους, συμμετέχοντας ακόμη και στα διαβόητα Τάγματα Ασφαλείας, τα οποία άλλωστε είχαν χαρακτηριστεί από την ίδια την κεντροδεξιά «εθνική κυβέρνηση» του Καΐρου, στη διάρκεια της Κατοχής, ως προδοτική και εχθρική δύναμη.
Συγκρατούμενοί του διέσωσαν για την προσωπικότητά του, την αντίδρασή του όταν τον κάλεσαν να ετοιμαστεί για το Λαζαρέτο και τη στάση του ενώπιον των εκτελεστών, τα ακόλουθα:
Ο Φάνης Γιάννου (...) βρήκε τη δύναμη μπροστά στο απόσπασμα να μιλήσει για τα ιδεώδη για τα οποία πέφτει στον αγώνα του ελληνικού λαού για την εθνική και κοινωνική λευτεριά του, με την ευχή να είναι ο τελευταίος. Τα λόγια αυτά του μάρτυρα νευρίασαν το απόσπασμα και τον χτύπησαν πρώτα στα άκρα κι ύστερα ως πρόβλεπε ο κανονισμός τους (...) Ο Φάνης ο Γιάννου είναι καινουργιοφερμένος, τον φέρανε από την Ακροναυπλία μαζί μ' άλλους πατριώτες. Η φρουρά εκεί πυροβόλησε μέσα στο θάλαμο και σκότωσε και για να δικαιολογήσουν το έγκλημά τους χαρακτήρισαν σαν υπεύθυνους τάχα μια ομάδα κρατουμένους τους οποίους έφεραν στην Κέρκυρα. Είναι μέτριος στο ανάστημα, λεπτοκαμωμένος, με μεγάλα μάτια. Σεμνός και μετρημένος. Ό,τι γινόταν γύρω του τον άφηνε αδιάφορο. Η φυτολογία είχε γίνει το πάθος του. Καταγόταν απ' τα χωριά της Κορινθίας, απ' τη Βιρτζίνια της Ελλάδας, όπως έλεγε. Η καλλιέργεια της σταφίδας, το μάζεμα, το λιάσιμο και η συσκευασία της. Όλα τον είχαν απασχολήσει. Ποιος πρέπει νάναι μελλοντικά ο τρόπος παραγωγής και εμπορίας της σουλτανίνας και (...). Είχε ασχοληθεί με τον ληστρικό ρόλο του ΑΣΟ και τη νέα συνεταιριστική μορφή στην οποία θα πρωτοστατούσε βγαίνοντας. Είχε μαζέψει κάμποσα βιβλία που μιλούσανε για τ' αχλάδια, κοντούλες - μοσχάτα, κρυστάλια. Ώρες ολόκληρες μπορούσε να σου μιλήσει, για το πως τις φυτεύουν, τις σκαλίζουν, τις ραντίζουν κλπ. – Αν ζήσουμε και βγούμε, νάρθεις στη Βόχα και να δεις τι θα πει περιβόλι. Έχω ένα μικρό αγρόχτημα και μέσα του θα βρεις όλα τα είδη των δέντρων. Τα είχα φτιάξει σαν νυφούλες. Τώρα ποιος ξέρει τι να γίνονται. Μου γράφει η μάνα μου πως τα προσέχει, αλλά εγώ ξέρω πως τα λέει αυτά για να μη με στεναχωρήσει. Όμως, σαν θα πάω, θα το κάνω κούκλα (...) Απόψε έχουμε επιφυλακή (...) Από κελλί σε κελλί ο (σ.σ. φύλακας) Αρμένης, κατέληξε στο κελλί του Φάνη. Τον βλέπει που κάτι γράφει και τον ρωτάει τι σημειώνει.
– Τίποτα, κάτι σημειώσεις, για την ακαλλιέργεια.
– Τι πράγμα είναι αυτό;
– Μια νέα μέθοδος, και βάλθηκε να του εξηγεί...
– Αυτό είναι σπουδαίο πράμα, το εφάρμοσες εσύ;
– Όχι, τώρα έμαθα, γι' αυτό τη σημειώνω, σαν βγω με το καλό θα την εφαρμόσω.
– Πού θα την εφαρμόσεις;
– Στη Κορινθία, στο χωριό μου.
– Α! Μπράβο. Γιάννου δεν σε λένε εσένα; Ή κάνω λάθος;
– Όχι, δεν κάνετε λάθος. Γιατί;
– Τίποτα, συνέχισε το γράψιμό σου, έτσι απλώς σε ρώτησα, είπε και βγήκε.
Ο Φάνης δεν έδωσε σημασία, ούτε στην επίσκεψη, ούτε στα λεγόμενα του φύλακα και συνέχισε τη δουλειά του (...) Πλησιάζουν στο κελλί μας (...) Πάνε στο κελλί του Φάνη, είχε τελειώσει το γράψιμο και τοιμαζότανε να φάει. Με το στόμα ανοιχτό και το κουτάλι στα χέρια τον βλέπουν σαν ανοίγουν το κελλί του. Άφησε το κουτάλι κάτω και ρώτησε ήσυχα:
– Ποιον θέλετε;
– Εσύ δεν είσαι ο Φάνης ο Γιάννου; Τον ξαναρωτάει ο Αρμένης.
– Μάλιστα, εγώ είμαι.
– Εσένα θέλουμε.
– Αμέσως.
Ετοιμάστηκε όπως όλοι, φίλησε τους συντρόφους του και τα βιβλία του, έβαλε τις σημειώσεις για την ακαλλιέργεια στη τσέπη κι ετοιμάστηκε. Ποιά είναι Φάνη πιο καλή, η καλλιέργεια ή η ακαλλιέργεια; Θα του πει κοροϊδευτικά ο Αρμένης.
– Να σας πω, όποια μέθοδος κι αν ακολουθηθεί, απ' το μνήμα μου θα φυτρώσει το δέντρο της γνώσης και είμαι βέβαιος πως ίσως φας κι εσύ καρπούς.
– Αδέλφια μου, ας είμαι ο τελευταίος. Ας τσακιστεί του χάρου το σπαθί σε μένα. Ας είμαι εγώ αυτός που θα πάρω τα κλειδιά. Το πιστεύω και δεν γελιέμαι... Γεια σας και με το καλό στα σπίτια σας. Μια χάρη όμως σας ζητώ, περάστε απ' τη μάνα μου, βοηθάτε την και μην αφήσετε το χτήμα να ξεραθεί.
– Γεια σου σύντροφε, γεια σου αδελφέ μας.
Στο γράμμα που άφησε για τη γριά τη μάννα του της έλεγε: Μια και δεν θάμαι εγώ πια, κάνε έτσι που σου γράφω, για το περιβόλι.
Ο Μανώλης Γλέζος τον Αύγουστο του 1950 παρέμενε δέσμιος. Με νωπές ακόμα τις αναμνήσεις του, καθώς φαίνεται, τόσο από τον συγκεκριμένο Κορίνθιο αγωνιστή όσο και από τα συναισθήματα αποφασιστικότητας των κρατουμένων εκείνες τις ημέρες μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, έγραψε στο κάτεργο της Κέρκυρας ποίημα (εδώ παρουσιάζεται κι αυτό με τους αναπόφευκτους περιορισμούς στη μορφή απόδοσής του), με τον τίτλο «Θυσία». Ήταν αφιερωμένο στον Γιάννου.
Μίλαγε για μιαν ανίκητη λαϊκή φλόγα, που η Ιστορία αποδεικνύει ότι ανεξάρτητα από τη συνολική στάση τους ενός ή του άλλου αγωνιστή δεν σβήνει, γιατί πηγάζει από την ψυχή του λαού και πάντα θα υπάρχουν και θα προστίθενται νέοι πρωτοπόροι κοινωνικοί και πολιτικοί αγωνιστές για το δίκιο, που θα αναπληρώνουν κενά και θα υψώνουν ελπιδοφόρα Σημαία του δίκιου, κόντρα σε ενάντιους άνεμους.
Έλεγε στους στίχους του, μεταξύ άλλων: «Έσβησεν έξω η φωτιά κι άναψε μέσα μας».
ΘΥΣΙΑ
Στον Φάνη Γιάννου.
Εκτελέστηκε στο Λαζαρέτο
στις 29 του Σεπτέμβρη 1949
Ένας ανθρώπινος κύκλος ζώνει τριγύρω του μια φωτιά /
κι ένας κύκλος πόνου, δένει τριγύρω τις καρδιές μας. /
Μες στη φωτιά αναλώθηκε ένα παλληκάρι. /
Μαύροι, κατάμαυροι κύκλοι /
σημαδεύουν την έγνοια γύρω στα μάτια μας. /
Λύνονται οι σκέψεις μας /
και σαν φύλλα στον άνεμο σκορπάνε, /
αρπάζονται από τις φλόγες, /
καίγονται. /
Λαμπαδιάζει το είναι μας και σμίγει στις φλόγες. /
Κόμποι, κόμποι χοντροί κομπιάζει ο πόνος στο λαιμό μας. /
Λύσανε οι γυναίκες τον πόνο τους και τρέχει σε δάκρυα. /
Στων παιδιών τα ολάνοιχτα χείλια πέτρωσε το γέλιο. /
Έσπασεν ο πόνος τα σύνορα της καρδιάς μας, /
πλάτυναν, /
αγκάλιασαν όλη τη γη. /
Έσβησεν έξω η φωτιά κι άναψε μέσα μας, /
στου καθενός την καρδιά καίει μια φλόγα, /
ένα καμίνι, μια θυσία…/
Φυλακές Κέρκυρας
Αύγουστος 1950
Οι εκδηλώσεις τιμής και μνήμης που γίνονται κάθε χρόνο τέτοιον καιρό στο Λαζαρέτο εδώ και πέντε δεκαετίες περίπου είναι -κι αυτές- μία ασφαλής ένδειξη, υποθέτουμε, ότι η φλόγα του δίκιου καίει ακόμα. Ακοίμητη.
ΑΛΕΚΟΣ ΚΑΣΤΡΙΝΟΣ


